Βουλεύτρια Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25

Στην ομιλία του της 25ης Αυγούστου στη Βουλή, ο πρωθυπουργός μίλησε για μια σειρά από φαινόμενα σαν να είναι προερχόμενα έξωθεν αντί να παραδεχτεί ότι είναι μέρος και αποτέλεσμα πολιτικών για τις οποίες μια κυβέρνηση είναι υπεύθυνη. Λ.χ. μίλησε για την κλιματική αλλαγή σαν να είναι μια φυσική εξέλιξη ή μια θεομηνία που έτυχε, ενώ στην πραγματικότητα η κλιματική αλλαγή οφείλεται κατ’ εξοχήν σε πολιτικές που έχει επιλέξει η κυβέρνηση, όπως ένα σκληρό αναπτυξιακό μοντέλο βασιζόμενο στα ορυκτά καύσιμα. Μίλησε για τις πολλές ταυτόχρονες πυρκαγιές, κάποιες από τις οποίες είναι αποτέλεσμα εμπρησμών, ως δικαιολογία, ενώ στην πραγματικότητα η κυβέρνηση έχει ενθαρρύνει τους εμπρηστές με περιβαλλοντοκτόνους νόμους, όπως αυτός του κ. Χατζηδάκη το 2020 που αποχαρακτηρίζουν περιοχές Natura και προσφέρουν παραθυράκια και για εκμετάλλευση σε καμένα. Μίλησε για το μεγάλο μέγεθος της φωτιάς, σαν να έτυχε, ενώ στην πραγματικότητα αυτό οφείλεται στην έλλειψη πρόληψης, την αποτυχία έγκαιρης «πρώτης πλήξης» και την ιεράρχηση προτεραιοτήτων, βάσει της οποίας ορισμένες περιοχές κρίνονται ως δευτερεύουσες και ασήμαντες. Μίλησε για τις φωτιές που πληθύνονται και σε άλλα μέρη του πλανήτη, χωρίς να αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει τη χειρότερη αντιμετώπισή τους, αλλά και ότι τα κράτη που επίσης αποτυγχάνουν, έστω λιγότερο από τη χώρα μας, είναι συνήθως κράτη που έχουν πληγεί επίσης από νεοφιλελεύθερες πολιτικές διάλυσης του κράτους και ακραίας εκμετάλλευσης ή κυβερνώνται από αυταρχικά καθεστώτα ή αποτελούν «αποτυχημένα κράτη», «failed states» κατά τη διεθνή ορολογία, οπότε αποτελούν και αυτές οι χώρες, όπως και η χώρα μας επί Νέας Δημοκρατίας, συμπτώματα διάλυσης των κρατικών μηχανισμών την εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αντιθέτως, οι ευνομούμενες και δημοκρατικές χώρες τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα στην κατάσβεση πυρκαγιών. Ο πρωθυπουργός επίσης καλύφθηκε πίσω από τον όντως υπαρκτό ηρωισμό των πυροσβεστών για να φιμώσει την αντιπολίτευση. Παραδέχτηκε ότι ορισμένα δάση όπως στα Βίλια είχαν μείνει απεριποίητα επί δεκαετίες, χωρίς να αναφέρει ότι αυτή η παραμέληση συνεχίστηκε και στα δύο χρόνια της δικής του κυβέρνησης. Επίσης, ομολόγησε τις ατέλειες του νόμου του 1998 επί κυβέρνησης Σημίτη (που αφαίρεσε τη δασοπυρόσβεση από τα δασαρχεία) περισσότερο αντιπαρατιθέμενος στο Κίνημα Αλλαγής, χωρίς να εξηγήσει γιατί οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας δεν άλλαξαν ή έστω βελτίωσαν τον νόμο.
Δυστυχώς, η συζήτηση μεταξύ αρχηγών στη Βουλή για τις πυρκαγιές στις 25 Αυγούστου δεν προώθησε τον δημοκρατικό διάλογο, ενώ είχαμε φαινόμενα ακραίου λαϊκισμού, δημαγωγίας, ακόμη και συνωμοσιολογίας, βασικά από την κυβέρνηση, η οποία επί χρόνια κουνάει το δάχτυλο σε όλους τους άλλους και τους ταμπελοποιεί ως λαϊκιστές, συνωμοσιολόγους, ακόμη και «ψεκασμένους». Ενδεικτικά αναφέρω την επίκληση στους νεκρούς στο Μάτι στο 2018 με ανατριχιαστικές περιγραφές πτωμάτων, το σύνθημα «στις δικές μας πυρκαγιές μετράμε στρέμματα, στις δικές σας φέρετρα», που θα θύμιζε ως προς τη γλωσσική του σύνταξη αντιπαράθεση μαθητών Δημοτικού, αν δεν ήταν τόσο χυδαία η εργαλειοποίηση των νεκρών συνανθρώπων μας. Αλλά και την παγκόσμιας πρωτοτυπίας συνωμοσιολογία που εισήγαγε ο πρωθυπουργός υπαινισσόμενος ότι μπορεί να έβαλαν τις φωτιές στην Εύβοια εμπρηστές που ήθελαν να ακυρώσουν τις ανεμογεννήτριες.
Ωστόσο, ο διάλογος για την πρόληψη των πυρκαγιών, ακόμη κι αν δεν έγινε στη Βουλή, πρέπει να γίνει από την κοινωνία μας. Ο πρωθυπουργός έστω και καθυστερημένα έθιξε το ζήτημα και οφείλουμε να το συζητήσουμε. Μόνο που, όπως θα δείξουμε, για να έχουμε μια πολιτική πρόληψης των πυρκαγιών χρειάζεται να πάμε αντίθετα στη νοοτροπία της παρούσας κυβέρνησης. Γιατί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εξαιτίας της συγκεντρωτικής «επιτελικής» νοοτροπίας της, η οποία υποτιμά τους τοπικούς παράγοντες για χάρη του κεντρικού ελέγχου, ολοκλήρωσε θεαματικά τη λογική η οποία ευθύνεται για τις μεγάλες καταστροφές των δασών κατά την τελευταία 20ετία και η οποία άρχισε με τον νόμο 2612 του 1998 επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη που απέδωσε τη δασοπυρόσβεση στην Πυροσβεστική, διαλύοντας τη Δασική Υπηρεσία. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι κατ’ εξοχήν στη δασοπυρόσβεση, οι μάχες κρίνονται πριν καν αρχίσουν και, κυρίως, πριν φτάσουν στο θεαματικό μέρος τους. Με άλλα λόγια, αν δεν έχεις εκ των προτέρων άρει τις προϋποθέσεις για να διαδοθεί μια πυρκαγιά και αν δεν την αντιμετωπίσεις μέσα στα πρώτα δεκάλεπτα, μετά, όταν φτάνουμε στο σημείο που επιχειρούν τα πυροσβεστικά αεροσκάφη, συνήθως είναι πια πολύ αργά.
Τι οφείλει να προηγείται; α) Η μάχη της δασοπροστασίας πρέπει να αρχίζει τον χειμώνα με τη διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών και την εξονυχιστική απομάκρυνση υλικών που μπορεί να χρησιμεύσουν ως «καύσιμα» της πυρκαγιάς. β) Χρειάζεται ένα καταρτισμένο σώμα από δασοφύλακες να εποπτεύει τα δάση από υψηλά πυροφυλάκια καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Αφενός διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποφεύγονται περιπτώσεις μικρο-εμπρησμών λ.χ. από όσους θέλουν να καλύψουν με την πυρκαγιά παράνομες δραστηριότητές τους ή για άλλους λόγους ακόμη πιο ένοχους. Παρόμοιοι μικροί ή μεγάλοι εμπρησμοί μπορεί να αποδειχθούν ολέθριοι αν δεν κατασχεθούν αμέσως. Αφετέρου, με τη συστηματική εποπτεία από δασοφύλακες, θα μπορεί να υπάρξει άμεση παρέμβαση στα πρώτα δεκάλεπτα που είναι και ο μοναδικός τρόπος να σταματήσει μια πυρκαγιά χωρίς να κάνει ζημιά. γ) Η επιτυχής ή όχι αντιμετώπιση μιας πυρκαγιάς κρίνεται στην «πρώτη πλήξη», μόλις αυτή έχει αρχίσει, και εκεί το αποφασιστικό είναι να αντιμετωπιστεί από μονάδες με ταχέα οχήματα και ανθρώπους που γνωρίζουν καλά την τοπολογία και μορφολογία των δασών.
Το ειρωνικό είναι ότι ακολουθούμε μια παρόμοια λογική σε πλείστες όσες καθημερινές «μάχες» μας. Λ.χ. η μάχη με τον καρκίνο κρίνεται από το αν κάνουμε τακτικά check-ups, ώστε να τον εντοπίσουμε σε ένα πρώιμο στάδιο. Αν φτάσουμε να χρειαστούμε εγχείριση από κάποιον ηρωικό χειρουργό, θα έχουμε βάλει ήδη τον οργανισμό μας στον κίνδυνο των μεταστάσεων. Παρομοίως, στην πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας του κορονοϊού Covid-19, είχαν μεγαλύτερη επιτυχία οι χώρες που έκαναν ταχύτατα μαζικά τεστ, ιχνηλάτηση των κρουσμάτων και στοχευμένη καραντίνα, προτού να φτάσουμε στο επίπεδο γιατροί και νοσηλευτές να δίνουν τις όντως ηρωικές μάχες τους σε υπερφορτωμένες Μ.Ε.Θ. Αν είμαστε τόσο προσεκτικοί με την πρόληψη σε ό,τι αφορά την προστασία του σώματός μας, γιατί να μην είμαστε εξίσου αποφασιστικοί με την προστασία των δασών, που αποτελούν το ευρύτερο σώμα μας; Όλοι θα συμφωνήσουμε ότι οι πυροσβέστες και οι πιλότοι πυροσβεστικών αεροσκαφών έδρασαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση και σε αυτήν την περίσταση, όπως και σε προηγούμενες. Και αξίζουν τον θαυμασμό και την πολύπλευρη επιβράβευσή μας. Ταυτοχρόνως, όμως, μπορούμε να θυμηθούμε ότι περισσότερο τυχερή είναι όχι μια κοινωνία που έχει ήρωες, αλλά μια κοινωνία που δεν φτάνει να τους χρειαστεί. Τα λιγότερο θεαματικά και ηρωικά καθήκοντα της διάνοιξης αντιπυρικών ζωνών, της απομάκρυνσης εύφλεκτων υλικών, της εποπτείας ή έστω της ταχείας πρώτης πλήξης από μικρές ευέλικτες δυνάμεις είναι πολύ πιο αποφασιστικά από τη θεαματική και οπωσδήποτε ηρωική εναέρια πυρόσβεση. Η τελευταία αποτελεί βεβαίως το «βαρύ πυροβολικό» πλην έρχεται σε μία στιγμή στην οποία η μάχη έχει κατά κανόνα ήδη χαθεί και στην οποία δεν θα έπρεπε να είχαμε φτάσει. Όπως ακριβώς οι γιατροί και οι νοσηλευτές που σώζουν ανθρώπινες ζωές σε υπερφορτωμένες Μ.Ε.Θ. είναι ήρωες που θα ήταν καλύτερο να μην είχαμε φτάσει να χρειαστούμε την αυταπάρνησή τους με το να κάνουμε μαζικά τεστ και στοχευμένη καραντίνα στην αρχή.
Εδώ όμως υπάρχει μία καταστροφική νοοτροπία της κυβέρνησης. Όχι τυχαία πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση η οποία έχει διαλύσει την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, όπως είδαμε τραγικά στην περίπτωση της πανδημίας του κορονοϊού, ενώ μετά οι θιασώτες της μας καλούν να χειροκροτούμε από τα μπαλκόνια το όντως ηρωικό έργο των γιατρών και των νοσηλευτών. Το αντίστοιχο με τη διάλυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας είναι εν προκειμένω η διάλυση της Δασικής Υπηρεσίας, η οποία μετατράπηκε δυστυχώς σε μία φορμαλιστική γραφειοκρατία. Και το αντίστοιχο του λόγου περί ηρωισμού γιατρών και νοσηλευτών είναι η ένοχη εργαλειοποίηση του (πραγματικού) ηρωισμού των πυροσβεστών, η οποία επιτελείται από τον πρωθυπουργό για να αποκρυβεί η αντίστοιχη διάλυση της «πρωτοβάθμιας» δασοπροστασίας. Δυστυχώς, πολλοί δεν έχουν πλέον μπαλκόνια για να χειροκροτούν καθ’ υπόδειξη του καθεστώτος, γιατί αυτά έχουν καεί μαζί με τα υπόλοιπα σπίτια τους.
Σε κάθε περίπτωση, βλέπουμε ότι η κυβέρνηση ακολουθεί το ίδιο μοτίβο: Διάλυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και της δασοπροστασίας από δασοφύλακες. Προτίμηση στις περισσότερο θεαματικές παρεμβάσεις, όταν πλέον είναι αργά, επειδή αυτές είναι εκμεταλλεύσιμες για επικοινωνιακούς και ψηφοθηρικούς λόγους. Κανείς δεν θα πει μπράβο σε έναν πολιτικό που έχει φροντίσει να μην προκύψει πυρκαγιά μέσω της έγκαιρης δασοπροστασίας. Αντιθέτως, παρά το πολιτικό κόστος, η θεαματική διαχείριση πυρκαγιών, η επικοινωνιακή εργαλειοποίηση του ηρωισμού, η εμπέδωση νοοτροπίας ότι τελούμε υπό διαρκή κρίση σε πολλά ταυτόχρονα μέτωπα για την οποία χρειάζεται μια χαρισματική ηγεσία αλλά και τα ποικίλα νταραβέρια που θα γίνουν επί των καμένων περιοχών προσφέρονται για εκτεταμένη και πολύπλευρη εκμετάλλευση πολύ περισσότερο από μία φωτιά που δεν θα είχε ποτέ ανάψει ή θα είχε σβήσει κατά την πρώτη πλήξη. Η κυβέρνηση θυσιάζει την πραγματική λύση του προβλήματος, τη φύση, τις περιουσίες και δυνητικά τις ζωές των πολιτών, για να μπορέσει να κάνει επικοινωνιακή και πολιτική εκμετάλλευση, η οποία θα ήταν αδύνατη αν είχε κάνει έγκαιρα τη δουλειά της.
Το πρόβλημα όμως είναι και ιδεολογικό: Η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης στηρίζεται στην επίδειξη πυγμής με προσλήψεις στους αστυνομικούς, τους ειδικούς φρουρούς και με επένδυση σε πολεμικά αεροπλάνα, όπως τα Rafale, με αποτέλεσμα η χώρα μας να έχει τη μεγαλύτερη αναλογία αστυνομικών και πολιτών στην Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο πολύ απλά δεν χωρούσε μία ανάλογη έμφαση στον ειρηνικό ρόλο της δασοπροστασίας και της πυρόσβεσης. Και τώρα που έγινε τελικά η ζημιά η έμφαση της κυβέρνησης είναι πάλι στην είσοδο των «αναδόχων» ολιγαρχών στα καμένα, γεγονός που πιθανότατα θα σημάνει έναν νέο γύρο καταστολής.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι ο νόμος 2612/1998 είχε ψηφιστεί από την πρώτη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που άλλαξε ολικά τις ζωές μας, αυτήν του Κώστα Σημίτη, εισάγοντας την περιφρόνηση για τις τοπικές κοινότητες και την πρωτοβουλία τους. Μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007, πάλι επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, είχε γίνει σαφέστατο ότι ο νόμος αυτός ήταν καταστροφικός και είχαν εκπονηθεί πορίσματα για την αναθεώρησή του. Επί των μνημονιακών κυβερνήσεων, όμως, η χώρα είχε μπει σε αυτόματο πιλότο, περιφρονώντας τη διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος. Σήμερα, μετά από χρόνια μνημονιακών πολιτικών το προσωπικό της Πυροσβεστικής είναι γερασμένο, με μεγάλο μέσο όρο ηλικίας, όπως ειπώθηκε στη Βουλή. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί δικαιολογία για την παρούσα κυβέρνηση στη λογική του όλοι (ΠΑ.ΣΟ.Κ., Νέα Δημοκρατία, ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και οι διάφοροι κυβερνητικοί τους εταίροι) τα ίδια κάνουν. Γιατί ακριβώς τόσο η καταστροφή του 2007 όσο και η απολύτως πρόσφατη του 2018 στο Μάτι έπρεπε να είχαν ευαισθητοποιήσει την παρούσα κυβέρνηση ότι η δασοπροστασία είναι ζήτημα κυριολεκτικά ζωής και θανάτου. Όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη με εγκληματικό τρόπο δεν ανανέωσε τις συμβάσεις 5000 εποχιακών πυροσβεστών, την ίδια στιγμή που προσλαμβάνει μαζικώς αστυνομικούς. Η Δασική Υπηρεσία είχε ζητήσει 17 εκατομμύρια Ευρώ για έργα πρόληψης πυρκαγιών και η κυβέρνηση ενέκρινε μόνο 1,7 εκατομμύρια. Τώρα βεβαίως θα αναγκαστεί να δώσει υπερβολικώς πολλαπλάσια χρήματα, φυτεύοντας στα καμένα τα «λεφτόδεντρα» που κατά τα άλλα ξέρει να ειρωνεύεται, όταν ασκεί αντικοινωνική πολιτική. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι και οι πτήσεις των εναέριων μέσων είναι πολλαπλασίως ακριβές. Όλα αυτά για να ενισχύεται η ελεγχόμενη και εργαλειοποιούμενη «επιτελική» Πολιτική Προστασία εις βάρος της Δασικής Υπηρεσίας και των τοπικών παραγόντων. Παρόμοιες αποφάσεις αποτελούν τις πιο ενδεικτικές μεταξύ πολλών που καθιστούν την κυβέρνηση ηθικό αυτουργό της καταστροφής των δασών, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο υπαίτιος της φυσικής αυτουργίας (εμπρηστές, ατύχημα ανθρώπινης προέλευσης, αυτοανάφλεξη ή κάτι άλλο).
Μπορεί βεβαίως να αντιτείνει κανείς τη φαινομενικά εύλογη ένσταση ότι ακριβώς ως «πυρ», δηλαδή ως θερμικό φορτίο, η διαχείριση μιας πυρκαγιάς ανήκει στην Πυροσβεστική Υπηρεσία. Όταν, όμως, την ευθύνη έχει η Δασική Υπηρεσία, αυτό σημαίνει ότι και το μόνιμο προσωπικό θα είναι ενήμερο για τις προκλήσεις που θέτει ένα δασικό οικοσύστημα και το έκτακτο θα προέρχεται από την τοπική κοινωνία, έχοντας γνώση της τοπολογίας, του αναγλύφου της και των χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου δάσους με πολύ σημαντικό αυτό των δρόμων διαφυγής. Παρόμοιοι άνθρωποι είναι πολύτιμοι και για τη μάχη με τις μικρές εστίες και τις αναζωπυρώσεις, καθώς κανείς δεν μπορεί να ξέρει εκ των προτέρων ποια από όλες θα είναι η ολέθρια.
Επίσης, είναι απολύτως απαραίτητη η αναβάθμιση της Δασικής Υπηρεσίας, προκειμένου να μην έχουμε τα γνωστά φαινόμενα που βλέπουμε συνήθως: α) Να σκάνε πολλαπλές πυρκαγιές ταυτόχρονα και η πυροσβεστική και τα εναέρια μέσα να προλαβαίνουν μόνο την πρώτη από αυτές ή, ενδεχομένως, αυτή που κρίνεται ως σημαντικότερη, με αποτέλεσμα οι πολίτες των άλλων περιοχών να αισθάνονται προδομένοι από την κυβέρνηση και ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Οι εκπρόσωποι του «επιτελικού» κράτους κραδαίνουν ως δικαιολογία τα πολλαπλά μέτωπα, όμως είναι πλέον σαφές ότι αυτό που το έχουμε ήδη δει πολλές φορές θα είναι το σύνηθες από εδώ και πέρα. Είτε επειδή επιτήδειοι εμπρηστές εκμεταλλεύονται την έκρηξη ενός μετώπου, για να βάλουν φωτιά αλλού με αποτέλεσμα οι πυροσβεστικές δυνάμεις να είναι διασπασμένες. Είτε, στην πιο αθώα εκδοχή, επειδή οι συνθήκες της κλιματικής αλλαγής θα οδηγούν σε πολλές πυρκαγιές ταυτόχρονα τις ημέρες του έτους με ακραία μετεωρολογικά φαινόμενα. β) Να έχουμε συνθήκες όπου τα εναέρια μέσα δεν μπορούν να δράσουν, επειδή οι θερμοκρασίες είναι πολύ πάνω από 40 βαθμούς ή επειδή είναι πολλά τα μποφόρ ή ο καπνός ή επειδή είναι νύχτα ή επειδή υπάρχουν δίκτυα υψηλής τάσης της Δ.Ε.Η. στην περιοχή. Αυτά προβάλλονται τώρα ως δικαιολογίες, ενώ πρέπει να θεωρούνται ως απολύτως δεδομένα του προβλήματος λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η λύση είναι σε ένα ενιαίο σώμα να συνεργάζονται η δασική υπηρεσία και η πυροσβεστική. Βεβαίως, οι πυροσβέστες και τα εναέρια μέσα θα είναι το «βαρύ πυροβολικό» της μάχης, αλλά μόνο στις ελάχιστες περιπτώσεις που για λόγους απολύτως ακραίων φαινομένων δεν θα έχει επιτύχει η «πρωτοβάθμια» αντιμετώπιση. Αλλά και σε αυτές ακόμη τις περιπτώσεις, η δράση των τοπικών παραγόντων θα έχει εξασφαλίσει μια αποδυνάμωση της πυρκαγιάς όταν θα χρειαστεί να αντιμετωπιστεί με εναέρια μέσα και αυτό θα επιτρέπει και τον επιμερισμό των τελευταίων σε περιπτώσεις πολλαπλών μετώπων, χωρίς η κατάσταση να βγαίνει εκτός ελέγχου.
Αυτές οι σωτήριες αλλαγές απαιτούν, όμως, μια νοοτροπία που δεν την έχει η παρούσα κυβέρνηση: Απαιτούν εμπιστοσύνη στην τοπική δράση, ενώ η κυβέρνηση βασίζεται στην αλαζονεία του επιτελικού κράτους που τα ελέγχει όλα, κάτι που έχει προδήλως αποδειχθεί «ανέφικτο», κατά την ορολογία του ίδιου του πρωθυπουργού. Απαιτεί μία κυβέρνηση που τη νοιάζει η ουσιαστική πρόληψη και όχι η εκμετάλλευση των πάντων για επικοινωνιακή διαχείριση, προβολή πατερναλισμού του αυταρχικού ηγέτη και αλισβερίσια επί των καμένων με ιδιώτες.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Bigpost.gr

Ακολουθήστε το Bigpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις