«Κάποιος που διασωληνώνεται τώρα με 700 διασωληνωμένους δεν έχει δυστυχώς τις ίδιες πιθανότητες επιβίωσης με κάποιον που διασωληνώνεται όταν είναι 200 στο σύστημα. Το δεύτερο που θεωρώ απαράδεκτο είναι η υγειονομική ανισότητα, η διαφορά στα ποσοστά θνητότητας μεταξύ Αθήνας και υπόλοιπης Ελλάδας. Και το τρίτο είναι η θνησιμότητα εντός ή εκτός ΜΕΘ. Σε αυτό υπάρχει ένας αστερίσκος που τον επισημαίνουμε ξεκάθαρα ότι εν μέρει οφείλεται στην διαλογή ασθενών που γίνεται και σωστά γίνεται. Όταν κάποιος δεν έχει προσδόκιμο επιβίωσης και άρα δεν αναμένεται να ωφεληθεί από την νοσηλεία του σε ΜΕΘ, αποφεύγουν οι γιατροί μας και σωστά να τον εισάγουν σε κρεβάτι ΜΕΘ. Η διαφορά λοιπόν που παρατηρήσαμε, το συν 87% υψηλότερη θνησιμότητα εν μέρει οφείλεται σε αυτή την διαλογή και εν μέρει στην αυτονόητη χαμηλότερη περίθαλψη που λαμβάνει κάποιος όταν είναι διασωληνωμένος εκτός ΜΕΘ. Τα στοιχεία μας δεν μπορούν να αποσαφηνίσουν σε τι βαθμό φταίει το ένα και σε τι το άλλο, πάντως φταίνε και τα δύο» εξήγησε ο κ. Λύτρας.
Επιπλέον, ξεκαθάρισε, πως τα στοιχεία της έρευνας δεν λένε γιατί νοσηλεύονται εκτός ΜΕΘ, μόνο ότι νοσηλεύονται εκτός ΜΕΘ.
«Όλοι λίγο πολύ αντιλαμβανόμαστε τα προβλήματα που έχει το ΕΣΥ και σαφώς τα υποπτευόμασταν και εμείς και γι’ αυτό υπήρξε η ιδέα από τον κ. Τσιόδρα να εξετάσουμε αυτό το πράγμα και να κάνουμε αυτή την έρευνα. Και εμείς όταν αναλύσαμε τα δεδομένα και είδαμε αυτά τα νούμερα ήταν και για εμάς ένα σοκ, όπως αντιλαμβάνομαι και για όλο τον κόσμο», ανέφερε ο κ. Λύτρας.
Όταν κάποιος επιστήμονας στέλνει μια έρευνα προς δημοσίευση σε επιστημονικό περιοδικό, γίνεται το peer review, σημείωσε ο κ. Λύτρας. Στέλνει δηλαδή το περιοδικό την έρευνα σε εξωτερικούς αξιολογητές, την εξετάζουν, την αξιολογούν, κάνουν κάποιες διορθώσεις, αυτό διαρκεί κάποιους μήνες και φτάνουμε στην τελική δημοσίευση.
«Την στείλαμε τέλος Μαΐου προς δημοσίευση και στο τέλος αυτής της διαδικασίας έφτασε να δημοσιευτεί τώρα. Φυσικά στο μεσοδιάστημα αυτό είχαμε ενημερώσει ως οφείλαμε αυτούς που ήταν αρμόδιοι για να ενημερώσουμε και οι οποίοι λαμβάνουν τις αποφάσεις. Δεν κρύψαμε κάτι, θα ήμασταν προφανώς υπόλογοι αν κάναμε κάτι τέτοιο» είπε χαρακτηριστικά ο κ. Λύτρας.
Ερωτηθείς εάν μετά την ενημέρωση αυτή, υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αντίδραση, κάποια συνομιλία ή αν του ζητήθηκαν προτάσεις σχετικές με την έκθεση, ο κ. Λύτρας είπε «προσωπικά δεν μου ζήτησε κανένας, αλλά όπως ξέρετε ο κ. Τσιόδρας μιλά με την πολιτική ηγεσία. Δεν γνωρίζω εγώ προσωπικά πώς το διαχειρίστηκε η πολιτική ηγεσία».
«Δεν μπορώ να κάνω προτάσεις, είμαι επιδημιολόγος, αναλύω την επιδημιολογική εικόνα, δεν είμαι ειδικός, ούτε έχω εικόνα της κατάστασης του ΕΣΥ, των δυνατοτήτων και λοιπά. Το μόνο που μπορώ να πως ότι αυτά είναι τα δεδομένα, αυτές είναι οι συσχετίσεις που διαπιστώνουμε, που δείχνουν τις αντοχές του ΕΣΥ και άρα με κάθε πρόσφορο μέσο θα πρέπει να το ενισχύσουμε. Μέχρι εκεί μπορώ να πάω εγώ» προσέθεσε.
Επεσήμανε πως μπορεί να έχουμε έναν μεγάλο αριθμό ΜΕΘ, ωστόσο εάν αυτές δεν είναι επαρκώς στελεχωμένες, με τον κατάλληλο εξοπλισμό, την εμπειρία, ενδεχομένως να μην μπορούν να ανταποκριθούν στον φόρτο των ασθενών. «Η μελέτη μας, έδειξε ότι είναι χαμηλές οι αντοχές του ΕΣΥ και δεν φαίνεται να μπορούν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά σε αυτόν τον φόρτο εξασφαλίζοντας ικανοποιητική περίθαλψη για όλους».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το ΕΣΥ, ο κ. Λύτρας υπογράμμισε ότι οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους προκύπτει αυτή η διαφορά και αυτές οι χαμηλές αντοχές του ΕΣΥ, θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω μελέτης. «Σίγουρα όμως κάθε δυνατή ενίσχυση του ΕΣΥ με κάθε πρόσφορο τρόπο είναι απαραίτητη, όπως είναι αυτονόητο ότι είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός όλων μας, γιατί μειώνει την πίεση στο ΕΣΥ. Προφανώς όμως ενόψει και της Όμικρον, που μας πλησιάζει είναι πολύ πιθανόν ότι δεν φτάνει μόνο ο εμβολιασμός, πρέπει και το ΕΣΥ να ενισχυθεί και εμείς να εμβολιαστούμε ασφαλώς» κατέληξε ο κ. Λύτρας.