Πέθανε σήμερα σε ηλικία 100 ετών, ο Χένρι Κίσινγκερ, πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και μία απο τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του 20ου αιώνα.

Ο Χένρι Κίσινγκερ έγραψε ιστορία,  παρότι ποτέ δεν έγινε «πλανητάρχης». Πιστώθηκε την προσέγγιση με τη Μόσχα και με το Πεκίνο, όμως η εικόνα του αμαυρώθηκε εξαιτίας της εμπλοκής του σε τραγικά γεγονότα, πάνω απ’ όλα στο πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 στη Χιλή.

Ο Κίσινγκερ γεννήθηκε στη Γερμανία ως Χάιντς Άλφρεντ Κίσινγκερ (Heinz Alfred Kissinger) από Γερμανοεβραίους γονείς. Ο πατέρας του Λούις Κίσσινγκερ (αγγλ. Louis Kissinger, 1887-1982) ήταν δάσκαλος και η μητέρα του Πάουλα (Στερν) Κίσσινγκερ (1901-1998) νοικοκυρά. Σε νεαρή ηλικία, αγαπημένη του ασχολία ήταν το ποδόσφαιρο και μάλιστα υπήρξε παίκτης του νεανικού τμήματος της ποδοσφαιρικής ομάδας «Γκρόιτερ Φιρτ», μίας απ’ τις καλύτερες τότε ομάδες της Γερμανίας. Μαζί με τους γονείς του, το 1938 διέφυγαν ΗΠΑ, στην Νέα Υόρκη υπό την απειλή του ναζιστικού καθεστώτος. Εκεί φοίτησε στο Λύκειο Τζωρτζ Ουάσινγκτον, όπου μετά τον πρώτο χρόνο παρακολουθούσε νυκτερινά μαθήματα, ενώ την ημέρα εργαζόταν σε εργοστάσιο. Κατόπιν, σπούδασε λογιστικά στο Σίτυ Κόλλετζ Νέας Υόρκης, συνεχίζοντας παράλληλα να εργάζεται.

Το 1943 οι σπουδές του διακόπηκαν, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στον Αμερικανικό Στρατό. Κατά την ακόλουθη περίοδο συμμετείχε σε επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων σε αποστολή στο Κρέφελντ και Ανόβερο της Γερμανίας. Μετά τον πόλεμο συνέχισε τις σπουδές του σε μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο. Έλαβε διδακτορικό δίπλωμα Πολιτικών Επιστημών από το Χάρβαρντ το 1954: η διατριβή του είχε τίτλο «A World Restored: Metternich, Castlereagh and the Problems of Peace 1812-1822». Το θέμα της διατριβής του -οι διασκέψεις και τα συνέδρια που οδήγησαν στην σχεδίαση και κατοχύρωση του νέου διεθνούς συστήματος μετά την ήττα του Ναπολέοντα- προκάλεσε μεγάλη εντύπωση καθώς εκείνη την εποχή (απόγειο του Ψυχρού Πολέμου) όλοι σχεδόν οι Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες ασχολούνταν με θέματα όπως ο κομμουνισμός, τα πυρηνικά όπλα, οι τεχνικές ανταρτοπολέμου κτλ.

Το 1957, με την έκδοση του βιβλίου «Nuclear Weapons and Foreign Policy» έγινε για πρώτη φορά γνωστός ως αξιόπιστος σχολιαστής σε θέματα διεθνών σχέσεων. Ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο Χάρβαρντ, αλλά παράλληλα συμμετείχε σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες και επιτροπές που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Χένρι Κίσσιγκερ υπηρέτησε ως 56ος υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, από το 1973 έως το 1977 υπό τους προέδρους Ρίτσαρντ Νίξον (1973-1974) και Τζέραλντ Φορντ (1974-1977). Επίσης, από το 1969 έως το 1975, υπηρέτησε και ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών στη προεδρία Νίξον και στην προεδρία του προεδρία Φορντ. Ήταν μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.


Επιπλέον, το 2002, διατέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 («Επιτροπή 9/11»), προκειμένου να διερευνηθούν πλήρως οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Κίσινγκερ, θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες φιγούρες της διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας κατά τον 20ο και τον 21ο αιώνα, καθώς και μία από τις πιο αμφιλεγόμενες .Σύμφωνα με πολλούς μελετητές των Διεθνών Σχέσεων, η θητεία του ως Υπουργός Εξωτερικών, ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική και επιτυχημένη.
Το 1973, έλαβε Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, για τις ενέργειες που πραγματοποίησε για την κατάπαυση του πυρός στον Πόλεμο του Βιετνάμ.

Μετά το 1969, ο Κίσινγκερ ήταν υπεύθυνος για το «άνοιγμα» των διπλωματικών σχέσεων των ΗΠΑ με την κομμουνιστική Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ και την ύφεση (détente) της ψυχροπολεμικής ρητορικής και έντασης με τη Σοβιετική Ένωση του Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ως αποτέλεσμα των επαφών του με τον Κινέζο πρωθυπουργό Τσου Ενλάι, συμφωνήθηκε μία ενιαία αμερικανοκινεζική αντισοβιετική στρατηγική στα πλαίσια κοινών κρατικών συμφερόντων. Ο Κίσινγκερ υποστήριξε ότι αυτή η συμφωνία αποτελεί απόδειξη της υπεροχής των συμφερόντων έναντι της ιδεολογίας στην χάραξη διεθνούς πολιτικής. Λόγω δε της συμβολής του στην κατάπαυση του πυρός και την απόσυρση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ, του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης 1973 –αν και η κατάπαυση πυρός δεν είχε τελικά διάρκεια. Ταυτόχρονα, όμως, υπό την καθοδήγησή του η αμερικανική κυβέρνηση στήριξε αποφασιστικά διάφορα αυταρχικά καθεστώτα, μεταξύ των οποίων η ελληνική Χούντα των Συνταγματαρχών και η χούντα του στρατηγού Αουγούστο Πινοσέτ στη Χιλή.

Πολυγραφότατος, ο Κίσινγκερ είναι από τους πιο γνωστούς υποστηρικτές της σχολής του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, η οποία υποστηρίζει ότι η εξωτερική πολιτική ενός κράτους πρέπει να χαράσσεται με αποκλειστικό γνώμονα το εθνικό συμφέρον, αγνοώντας παράγοντες όπως οι ηθικο-φιλοσοφικές πεποιθήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης ή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, έχει γίνει στόχος έντονης κριτικής από αριστερούς λόγω της υποστήριξής του προς δικτατορικά καθεστώτα εφόσον αυτά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά και από νεοσυντηρητικούς, τις προσπάθειες των οποίων για «ανθρώπινα δικαιώματα» και «παγκόσμια εξάπλωση της δημοκρατίας» ο Κίσινγκερ αντιμετωπίζει ως επικίνδυνες αφέλειες που φανερώνουν άγνοια για το πως λειτουργεί ο κόσμος.

Έντονες επικρίσεις κατά της πολιτικής του Κίσινγκερ έχει εκφράσει μεταξύ άλλων ο Αμερικανός δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς στο βιβλίο του «Η Δίκη του Χένρυ Κίσσινγκερ, όπου διατείνεται ότι θα έπρεπε να δικαστεί για «εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» και άλλα. Ο συγγραφέας δίνει στοιχεία για την εγκληματική, κατά τον ίδιο, ανάμειξή του στα πολεμικά και δικτατορικά δρώμενα στην Ινδονησία, το Μπαγκλαντές, τη Χιλή, την Κύπρο και το Ανατολικό Τιμόρ.

Στάση στο Κυπριακό

Επί υπουργίας του, μεταξύ άλλων έλαβε χώρα το πραξικόπημα της ελληνικής Χούντας και η πολύνεκρη τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974. Όπως αποκαλύφτηκε σε εμπιστευτικά έγγραφα του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών και του αμερικανικού Λευκού Οίκου, βασικός στόχος της πολιτικής του Κίσινγκερ στο Κυπριακό ήταν να ικανοποιηθεί η Τουρκία, την οποία θεωρούσε πιο σημαντική από την Ελλάδα ως σύμμαχο των ΗΠΑ.

Από τους πρώτους που αποκάλυψε ότι ο Κίσινγκερ και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν εκ των προτέρων ενήμεροι για το πραξικόπημα της χούντας ήταν ο πολιτικός ανταποκριτής των New York Times, σε φύλλο της εφημερίδας του Αυγούστου του 1974. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Αμερικανό δημοσιογράφο, κατά την επίσημη εκδοχή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, έκρινε ότι έπρεπε να προειδοποιήσει το στρατιωτικό καθεστώς να μη πραγματοποιήσει το πραξικόπημα, το οποίο και έγινε έως την 9η Ιουλίου, σύμφωνα με επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις από τις υπηρεσίες του στην Αθήνα, δηλαδή την Αμερικανική πρεσβεία και τον εκεί πρέσβη κ. Τάσκα. Προχωρώντας παραπέρα, ο τότε βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, Ιωάννης Ζίγδης δήλωσε σε αθηναϊκή εφημερίδα της εποχής ότι ο Κίσσινγκερ «όχι μόνο εγνώριζε το πραξικόπημα για την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου πριν από τις 15 Ιουλίου αλλά και το είχε ενθαρρύνει, αν όχι παρακινήσει».

Αξιοσημείωτο είναι ακόμα ότι, όπως δημοσίευσε τότε η ίδια εφημερίδα. έως και ανήμερα της έναρξης της εισβολής (20 Ιουλίου 1974) ο υφυπουργός του Κίσσινγκερ, Τζόσεφ Σίσκο βρισκόταν στην Άγκυρα σε επαφές με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ετζεβίτ και Υπ. Εξ. Γκιουνές. Την ίδια ημέρα μετέβη, καθ’ υπόδειξιν του Κίσσινγκερ, στην Αθήνα, για να αναχωρήσει και πάλι για την Άγκυρα, το μεσημέρι της επομένης ημέρας. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών δεν εξαιρούνταν από το αντι-αμερικανικό μένος που διακατείχε μεγάλο μέρος της τότε ελληνικής κοινής γνώμης, και ιδίως των νέων, το οποίο δεν αμφέβαλε για τον αρνητικό ρόλο των ΗΠΑ. Σε αντιαμερικανική διαδήλωση φοιτητών στο Ηράκλειο , λίγο μετά τη β’ φάση της τουρκικής εισβολής , ακούγονταν συνθήματα όπως «Δολοφόνε Κίσσινγκερ», «Έξω οι Αμερικανοί» και «Όχι Διχοτόμηση».

Το πολιτικό τέλος του Κίσιγκερ και η ανάμιξη του στο σκάνδαλο Watergate
Δεν ήταν, όμως, η εξωτερική πολιτική που έφερε το πολιτικό τέλος του Κίσινγκερ αλλά το σκάνδαλο Watergate, καθώς ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ δεν ήταν αθώος του αίματος όσον αφορά τις παρακολουθήσεις. Ο Κίσινγκερ παρέμεινε στη θέση του όταν ο Φορντ διαδέχθηκε τον Νίξον αλλά όταν στον Λευκό Οίκο ήρθε ο Κάρτερ η οπτική των ΗΠΑ για την εξωτερική πολιτική είχε αλλάξει με τον νέο πρόεδρο να θέλει πιο «ηθική» γραμμή και άρα νέους συμβούλους.

Παρά την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Watergate, ο Κίσινγκερ παρέμεινε για χρόνια μια αναγνωρίσιμη φιγούρα με τον ίδιο να προχωρά το 1982 στη σύσταση της Kissinger Associates, μιας συμβουλευτικής εταιρείας με πελάτες στις ΗΠΑ και αλλού χωρίς, όμως, ποτέ να γίνει γνωστό το πλήρες πελατολόγιο. Λίγες ήταν πάντως οι κυβερνητικές πόρτες που έκλεισαν για τον ίδιο με τον Κίσινγκερ να δίνει τις συμβουλές του σχεδόν σε όλους τους Αμερικανούς προέδρους μετά τον Νίξον, του Ντόλαντ Τραμπ συμπεριλαμβανομένου.

Ο Κίσινγκερ ο οποίος παντρεύτηκε δύο φορές – πρώτα το 1949 με την Αν Φλάισερ με την οποία απέκτησε έναν γιο και μια κόρη, και μετά το 1964 με την Νάνσι Μαγκίνς, είχε μεγάλο πάθος με το ποδόσφαιρο με τον αστικό μύθο να θέλει να του παραδίδονται τα αποτελέσματα της Μπουντεσλίγκα ακόμα και όταν βρισκόταν σε υψηλού επιπέδου διαπραγματεύσεις. Ο Κίσινγκερ είναι αυτός που φέρεται να έπεισε σε ένα καφέ του Σάο Πάολο στη δεκαετία του ’70 τον Πελέ για να μεταγραφεί στους New York Cosmos ενώ επιστρατεύτηκε και για να πάρουν οι ΗΠΑ το Μουντιάλ του 2022, προσπάθεια που ωστόσο δεν είχε αίσιο αποτέλεσμα.

«Δεν υπάρχει μια επιγραφή για να συνοψήσει την ζωή και το έργο του Κίσινγκερ. Η realpolitik και η προστασία των εθνικών συμφερόντων απαιτούν συμβιβασμούς και συναινέσεις τις οποίες κατανούσε σε υψηλότατο επίπεδο. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν απρόβλεπτους ή έκτακτους παράγοντες όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και η κλιματική αλλαγή, στοιχεία που δεν απασχόλησαν ποτέ ούτε τον Μέτερνιχ ούτε τον Κίσινγκερ» κλείνει το αφιέρωμα των Financial Times.

Πηγή: wikipedia – protothema.gr

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Bigpost.gr

Ακολουθήστε το Bigpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις