In memoriam: Δύο χρόνια χωρίς τον Θέμο
Λένε πως το µυαλό είναι σαν το αλεξίπτωτο: κάνει τη δουλειά του µόνο όταν είναι ανοιχτό. Ενα ανοιχτό µυαλό είναι προαπαιτούµενο για µια ανοιχτή καρδιά, που µε τη σειρά της συγγενεύει εξ αίµατος µε το χιούµορ. Αν στην περιγραφή προστεθεί η αξιοπρεπής γενναιότητα, τότε σχηµατίζεται το περίγραµµα του ταμπεραµέντου του Θέµου Αναστασιάδη.
Τρίτη 22 Ιανουαρίου του 2019. Πέρασαν κιόλας δύο χρόνια. Σουρούπωνε έξω από τα παράθυρα των γραφείων της εφηµερίδας όταν έφτασε συγκλονιστικό το θλιβερό νέο. Το σοκ ήρθε να απλώσει μεμιάς πάνω σε όλους ένα σκοτεινό πέπλο αποκαρδίωσης, οδύνης, πικρού αποκαµώµατος. Οι ελπίδες, όσες λίγες είχαν αποµείνει, τελεσίδικα εξανεµίστηκαν. Κανείς δεν ήθελε να πιστέψει ότι ο Θέµος είχε φύγει οριστικά και αµετάκλητα. Πρόωρα, στα 61 του χρόνια, αφού έδωσε θαρραλέα επί ενάµιση χρόνο µια άνιση µάχη µε την άδικη µοιραία κατάληξη.
Η συνταρακτική επισηµότητα του πένθους δεν ταίριαζε σε µια ρωµαλέα φιγούρα, τόσο ανάγλυφα ζωντανή, διαρκώς παρούσα, δεµένη µε τη δουλειά και τους ανθρώπους, δοσµένη αδάµαστα στη ζωή. Δεν άρµοζαν στον Θέµο αναφορές σε χρόνο παρατατικό. Και ο ίδιος, άλλωστε, δεν θα άντεχε δακρύβρεχτες θρηνωδίες, απ’ όταν, χθες κιόλας, µε ένα κλείσιµο του µατιού, παρακινούσε υπό µια σιωπηρή συνεννόηση και «φιτίλιαζε» µια καλοπροαίρετη φάρσα, µια αθώα πλάκα, µια ανώδυνη σκανταλιά. Ο άνθρωπος που απεχθανόταν τα µελό, εκείνες τις σπαρακτικές στιγµές ήταν σαν να βρισκόταν ανάµεσά τους. Ονειροπόλος, ανατρεπτικός, ατίθασος, ντόµπρος. Ευγενής, καλλιεργηµένος, σκεπτόµενος, µε πληθωρικό ανάστηµα, πηγαίο χιούµορ, ακαταπόνητη δηµιουργική ενέργεια.
Σε ένα κλίµα µεταβαλλόµενης φόρτισης σαν σε στατικό ηλεκτρισµό, οι αναπολήσεις «γειώθηκαν» στις ευχάριστες στιγµές στις οποίες εκείνος έδινε τον τόνο, τον σφυγµό, το νεύρο. Που µοιραζόταν µε όλους τη σκληρή δουλειά και τη χαλαρότητα της ανάπαυλας, συναρθρώνοντας µε όλους δεσµούς ακατάλυτους. Οπως σε εκείνα τα οµαδικά κερασµένα τσιµπούσια ως τα χαράµατα, τις µικρές ώρες του Σαββάτου που έκλεινε πυρετωδώς το κυριακάτικο φύλλο. Οπως σε εκείνες τις χαρωπές γιορτινές µαζώξεις µε τα φιλέµατα, τους εγκάρδιους ασπασµούς και τα τσιµπολογήµατα από ψητά γουρουνόπουλα και άφθονα γλυκά.
Ενας χαρισµατικός δηµοσιογράφος µε χειρουργική πένα, που ψηµένος στην πιάτσα µετά από µια επιτυχηµένη διαδροµή στο κουρµπέτι των ΜΜΕ, εµπνεύστηκε και ίδρυσε µαζί µε τον Τάσο Καραµήτσο, το 2005, την εφηµερίδα «Πρώτο Θέµα».
Οταν, για παράδειγµα, η κρατική αυθαιρεσία επιχειρούσε να ποδηγετήσει εξ εφόδου την ελεύθερη έκφραση της γνώµης της και να της βάλει καταχρηστικά λουκέτο. Σε όλα αυτά τα ιδιοτελή, ανελέητα σφυροκοπήµατα ο Θέµος ήταν µπροστάρης για να τα αποκρούσει. Με κάθε προσωπικό κόστος. Παρότι µε δολιότητα εξυφαινόταν επί δέκα χρόνια µια συνωµοσία αλλεπάλληλων διώξεων εις βάρος του που αποσκοπούσε στη δηµοσιογραφική και φυσική εξόντωσή του, αυτός δεν µάσησε, δεν πτοήθηκε, δεν κακοµοίριασε. Δεν δείλιασε, ούτε υπέκυψε ποτέ στην ύπουλη εργαλειοποίηση των θεσµών της Πολιτείας, προκειµένου να τον φιµώσουν επειδή δεν τους έκανε το χατίρι να αυτολογοκριθεί. Δεν τον είχαν ζυγίσει σωστά όταν απαιτούσαν την κεφαλή του επί πίνακι. Ο Θέµος δεν ήταν κάνας ζητιάνος που περίµενε υποµονετικά σκυφτός κάτω από το χαγιάτι της εξουσίας να βρέξει τα ψίχουλά της. Δεν γούσταρε τον εξωραϊσµό της κάθε εξουσίας, αλλά απαρέγκλιτα ενεργοποιούσε τον αποτελεσµατικό έλεγχό της που διαµορφώνει καθοριστικά την κοινή γνώµη.
Βάσανα, ζόρια, στραβές, ατοµικά θρίλερ σε αναρµόδια δικαστήρια µπορούσε να τα υποµείνει, αλλά δεν έκανε σκόντο στην αξιοπρέπειά του. Καθεστωτικούς ετσιθελισµούς, εκβιαστικά κοτζαµπασιλίκια και κατασταλτικούς τσαµπουκάδες δεν τους ανεχόταν. Σιχαινόταν τους υπόγειους συµβιβασµούς, τους καταναγκαστικούς φρονηµατισµούς, τους υποκριτικούς καθωσπρεπισµούς, τους επιβεβληµένους νταηλίδικα ισαποστακισµούς. Η περήφανη στάση του αντλούσε καταγωγικά µπέσα, φιλότιµο, αγωνιστικότητα από τον Μακεδονοµάχο παππού του, το όνοµα του οποίου φέρει δρόµος της ιδιαίτερης προγονικής πατρίδας στο παραδοσιακό χωριό Κουκούλι, στα πέτρινα Ζαγοροχώρια. Με το ίδιο ριζωµένο µέσα του σθένος αµυνόταν, αντεπετίθετο, επαγρυπνούσε στα εκάστοτε καταχθόνια γιουρούσια.
«This is… Thema!»
Ποτέ, ωστόσο, δεν σήµανε κόκκινο συναγερµό. Η κόκκινη απόχρωση εναρµονιζόταν απλώς µε ένα βαζάκι µαρµελάδας κεράσι, ένα περιτύλιγµα σοκοφρέτας, ένα κουτάκι Coca-Cola πάνω στο γραφείο του. Και ακόµη µε το κόκκινο στο στροφόµετρο του αυτοκινήτου, µε την ερυθρόλευκη φανέλα του λατρεµένου του Ολυµπιακού, µε τις πορφυρές χλαμύδες των Λακεδαιµονίων στις Θερµοπύλες. Από αυτές εµπνεύστηκε το αγέρωχο «This is Sparta!», µε το οποίο έθετε ανυποχώρητες τις κόκκινες γραµµές και εµφυσούσε ανορθωτικά το φρόνηµα όλων γύρω του. Με πιο επιγραµµατική µια φράση του, ξεσηκωµένη από την «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη, την ανάγνωση του οποίου τόσο αγαπούσε, που έλεγε: «Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: “Θα νικήσουµε; Θα νικηθούµε;”. Πολέµα!».
Λένε πως το µυαλό είναι σαν το αλεξίπτωτο: κάνει τη δουλειά του µόνο όταν είναι ανοιχτό. Ενα ανοιχτό µυαλό είναι προαπαιτούµενο για µια ανοιχτή καρδιά που µε τη σειρά της συγγενεύει εξ αίµατος µε το χιούµορ. Αν στην περιγραφή προστεθεί η αξιοπρεπής γενναιότητα, τότε σχηµατίζεται το περίγραµµα του ταμπεραµέντου του Θέµου Αναστασιάδη. Ενός χαρισµατικού δηµοσιογράφου µε χειρουργική πένα, που ψηµένος στην πιάτσα µετά από µια επιτυχηµένη διαδροµή στο κουρµπέτι των ΜΜΕ , εµπνεύστηκε και ίδρυσε µαζί µε τον Τάσο Καραµήτσο, το 2005, την εφηµερίδα «Πρώτο Θέµα».
Λοιδορήθηκε και χλευάστηκε, στα σπάργανά της, η εφηµερίδα σε στυλ «πού ακούστηκε τώρα ένας δηµοσιογράφος να θέλει να το παίξει εκδότης;». Οταν το εγχείρηµα, υλοποιηµένο πια, «κρεµάστηκε» στα περίπτερα και σάρωσε στις πωλήσεις, ο αιφνιδιασµένος ανταγωνισµός ψέλλισε κάτι περί φούσκας, διάττοντα κοµήτη, προσωρινό αστροπελέκι. Χαµπάρι δεν έπαιρνε ότι κάτι το νέο, συναρπαστικά τολµηρό, είχε δροµολογηθεί για να συναντήσει τις απαιτήσεις των καιρών. Δεν αντιλαµβανόταν, στην απόγνωσή του, ότι το «Πρώτο Θέµα» κατέφτασε ως απόσταγµα πολύχρονης πείρας, σκληρής δουλειάς, νεωτερικής οπτικής και συγκροτηµένου οράµατος.
Οταν σύντοµα η «µικρή», ευέλικτη, εβδοµαδιαία εφηµερίδα σκόραρε γιγαντωµένη 300.000 φύλλα, ζαλισµένοι από τη σκόνη της οι αντίπαλοί της προσπάθησαν να της βάλουν τρικλοποδιές, να την εκτροχιάσουν, εν ανάγκη να τη βυθίσουν. Τζάµπα κόπος. Και πολύ αργά. Το καράβι «Πρώτο Θέµα» -σαν εκείνη τη µινιατούρα καϊκιού µε το ίδιο όνοµα στο φουγάρο του που είχε ο Θέµος πλάι στο γραφείο του- είχε ήδη χαράξει ρότα, µε κουµάντο γερό, τιµόνι σταθερό και µπούσουλα ακριβείας. Με τον ίδιο οληµερίς ακαταπόνητο στο κατάστρωµα, στη γέφυρα, στη µηχανή. Σωστό πεισµατάρη θαλασσόλυκο, να κοσκινίζει τις ειδήσεις, να ξεψαχνίζει τα γεγονότα, να ψηλαφεί από διαφορετικές γωνίες τις συνέπειές τους, να ξεδιαλύνει το κουβάρι κάθε αινίγµατος του ρεπορτάζ, να µαντεύει από πού θα φυσήξει ο άνεµος της επικαιρότητας.
Σπάνια λάθευε το ακονισµένο ένστικτό του. Εστω κι αν κάποιες φορές, µέσα στη φρενίτιδα της δηµιουργικής χλαπαταγής, χρειαζόταν να αλλάξει 15 τίτλους, 10 πρωτοσέλιδα, 30 προλόγους, άλλα τόσα ατακαδόρικα sms, να γράψει ολόκληρα σεντόνια κειµένων µε στυλό σε δηµοσιογραφικό χαρτί, να διορθώσει µέχρι και λεζάντες έως ότου χαράξει, για να τρέξει επειγόντως στο τυπογραφείο. Διαρκώς σε εγρήγορση. Σαν ένας µούτσος κι αυτός µέσα στο τσούρµο, πότε σε µπουνάτσες και πότε σε φουρτούνες. Αλλά πάντα µε οραµατική βάση, πάνω στην οποία έχτιζε προοπτική µε θέα στο αύριο. Δεν αναφώνησε ποτέ µε κοµπασµό «εύρηκα» τη µαγική συνταγή στον Τύπο, αλλά βάδισε µεθοδικά πάνω στο σχέδιο που είχε εκπονήσει. Πρώτα η δηµιουργία µιας µοντέρνας εφηµερίδας, µετά, στα χνάρια της, ένα άµεσα ενηµερωτικό site, από κοντά και άλλες ειδικού ενδιαφέροντος ιστοσελίδες και κατόπιν ένα αµεσότερο επικοινωνιακά ραδιόφωνο. Τα κατάφερε όλα. Με τόση εργασιοµανή δραστηριότητα, που έµοιαζε σαν να ακουγόταν ο στρόβιλος ενός δυναµό µέσα στο κεφάλι του να καταγράφει κάθε αλλαγή στο κλίµα και να ορίζει αυτοµάτως τις προσαρµογές στις καινούριες συντεταγµένες.
Ανέκαθεν στόχευε στη δηµιουργία µιας αποκαλυπτικής, ενηµερωτικής και ψυχαγωγικής εφηµερίδας µε έµφαση στα πρόσωπα και τις ιστορίες που παράγουν ή υφίστανται. Με κείµενα σπαρταριστά που δεν θα αρκούνταν σε απλή περιγραφή, αλλά και θα ερµήνευαν τα γεγονότα. Δεν ήθελε µια εφηµερίδα σαν ανιαρό ενυδρείο που εντός της τα ψάρια κινούνται περιορισµένα σε µονότονες διαδροµές. Επινόησε και έδωσε υπόσταση σε ένα ανοιχτό Μέσο, έξω από το στερεοτυπικό κουτί. Διέθετε την ευφυΐα του καλλιεργηµένου µυαλού που µπορεί να απολαύσει µια ιδέα χωρίς να την αποδεχθεί, να την αξιολογήσει, να διαφωνήσει, αλλά µε παλικαριά να την τυπώσει. Γνώριζε άριστα πως η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ζωτικό προαπαιτούµενο της αδέσµευτης δηµοσιογραφίας. Υποδειγµατικά ασπαζόταν τη σάτιρα και την επαγωγική λογική που πραγµατεύεται κριτικά, αλλά και µε κάποιο καυστικό γούστο, την πρακτική πλευρά της καθηµερινής ζωής.
Αναρχική τρέλα
Στις ατέλειωτες συναντήσεις της υπερδιευρυµένης συντακτικής οµάδας πρόσφερε αναστατωτικά µια αναζωογονητική, σχεδόν αναρχική τρέλα, που την ενθάρρυναν τα τρανταχτά γέλια ενός παρεΐστικου αστείου που διηγούνταν. Και καπάκι µε τη δική του συναισθηµατική επίκληση άπλωνε απαλό βάλσαµο σοβαρότητας, που χάριζε µια ευκαιρία στην αποφασιστικότητα τού «πάµε να τους κατατροπώσουµε»
. Ολα αυτά ενόσω υπέγραφε διάφορα εταιρικά έγγραφα δίπλα σε ένα ανέγγιχτο κοµπιούτερ, σταυροκοπιόταν ενίοτε αδέξια, χτυπούσε προληπτικά ξύλο, έκανε αυτοσχέδια γούρια υπέρ του «Θρύλε των γηπέδων…» που έδινε κρίσιµο µατς, και ταυτόχρονα επεξεργαζόταν τα πάντα.
Ακουγε τις εισηγήσεις των συναδέλφων του καθισµένος πάντα εκεί, µπροστά στις κορνίζες µε τις φωτογραφίες της γυναίκας της ζωής του, της αγαπηµένης συζύγου του Βασιλικής και των όµορφων παιδιών τους, της Αλίκης, του Βύρωνα, της Φιλιώς, που τα καµάρωνε και έκανε όνειρα για τις σπουδές και την προκοπή τους. Στο φόντο πίσω από την πολυθρόνα του δέσποζαν δύο πορτρέτα που τον απεικόνιζαν µεταµφιεσµένο σε Βίτο Κορλεόνε και Μπάρι Γουάιτ από µια φωτογράφησή του σε lifestyle περιοδικό. Δεν ενστερνιζόταν τις συγκεκριµένες φιγούρες, αλλά τις άφηνε κρεµασµένες για να αυτοσατιρίζεται µέσα σε ένα ποπ σκηνικό µε πορτοκαλί καναπέδες και τον ίδιο να φοράει µπλε κοκάλινο σκελετό γυαλιών, σταµπωτό µακό και κίτρινο σακάκι. Υπενθυµίζοντας αενάως στους εκάστοτε επισκέπτες που υποδεχόταν στο γραφείο του πως ο άνθρωπος που ξέρει να γελά µε τον εαυτό του δεν θα πάψει ποτέ να διασκεδάζει.
Αυτή η νοερή παρουσία του, εκείνη την ψυχοπλακωτικά συννεφιασµένη χειµωνιάτικη βραδιά της οριστικής αναχώρησής του για το τελευταίο ταξίδι, εξαπέλυσε µια σχεδόν παράφορη έφοδο στο µυαλό όλων µε παρέλαση εικόνων, στιγµιοτύπων, βιωµάτων. Ηταν ο δικός τους Θέµος και ο Θέμος όλων. Με τη γνήσια ανθρωπιά και την ανιδιοτελή αγάπη. Ηθική και υλική. Που ποτέ του δεν µέτρησε τις γενναιόδωρες επιταγές που κατέθετε σε γκισέ νοσοκοµείων, µαιευτηρίων, ορφανοτροφείων, αποκατάστασης ασθενών και απόρων. Ο Θέµος ο «ρατσιστής», όπως του καταλόγιζαν τα σκατόψυχα τρολ, που ανέλαβε µεγάλο µέρος των εξόδων για τη διακοµιδή και την περίθαλψη µιας 10χρονης Αφγανής που θα έµενε τυφλή µετά από έκρηξη βόµβας στα Πατήσια. Ο Θέµος ο «κυνικός», όπως του προσήπτε δογµατικά η μνησίκακη φανατίλα, που φρενάριζε απότοµα κάθε φορά που έβλεπε στον δρόµο παιδί να ζητιανεύει.
Τρυφερός οικογενειάρχης, στοργικός πατέρας,ευαισθητοποιηµένος πολίτης, αλληλέγγυος συµπαραστάτης, πιστός φίλος. Καινοτόµος εφηµεριδάς, πρώτα δίκαιος συµπολεµιστής, µετά και σπανίως εκδοτικό αφεντικό. Αιχµηρά ακριβής γραφιάς, πάντα ανοιχτός στην κριτική, ποτέ βολεµένος σε ανώδυνα κλισέ. Επιτυχηµένος τηλεπαρουσιαστής, διαρκώς αυτοσαρκαστικό πειραχτήρι.
Που κρατούσε επτασφράγιστη την εκδήλωση συµπόνιας και έµπρακτης ευεργεσίας που πρόσφερε στις ανάγκες πασχόντων, αδύναµων και εγκαταλελειµµένων συνανθρώπων. Δεν περίµενε ούτε ήθελε επιδοκιµασίες και εγκώµια («µην το µάθει κανείς και µε περάσει για καµιά χοντρή Μητέρα Τερέζα»), συγκαλύπτοντας συνειδητά την αξιέπαινη ευαισθησία του. Οχι επειδή δήθεν θα του «στραπατσάριζε» ένα µακιγιαρισµένα χαβαλεδιάρικο, δηµόσιο προφίλ. Κάθε άλλο. Για αυτόν η φιλανθρωπία δεν ήταν µια πανηγυριώτικη κοσµική πασαρέλα.
Αυτός ήταν ο Θέµος. Τρυφερός οικογενειάρχης, στοργικός πατέρας, ευαισθητοποιηµένος πολίτης, αλληλέγγυος συµπαραστάτης, πιστός φίλος, ανυπόκριτος συνεργάτης. Και ακόµη, ο εµπνευσµένος και καινοτόµος εφηµεριδάς, πρώτα δίκαιος συµπολεµιστής, µετά και σπανίως εκδοτικό αφεντικό. Αιχµηρά ακριβής γραφιάς, πάντα ανοιχτός στην κριτική, ποτέ βολεµένος σε ανώδυνα κλισέ. Επιτυχηµένος τηλεπαρουσιαστής, διαρκώς αυτοσαρκαστικό πειραχτήρι, ποτέ βεντέτα. Ο άνθρωπος που τον γοήτευαν η ναυτοσύνη, η θάλασσα, τον συνέπαιρναν τα λιµάνια και οι ανοιχτοί ορίζοντες. Που τον σαγήνευαν οι ανεµπόδιστοι αυτοκινητόδροµοι παίρνοντας το ρίσκο της ταχύτητας µε τσίτα τα γκάζια σε ντελικάτες µοτοσικλέτες και άγρια αυτοκίνητα.
Οι περιγραφές και οι διηγήσεις αποσπασµατικών σκηνών της ζωής του συνεχίζουν, όσο και αν παραµένει πάντα επίπονο, να σερφάρουν στην κόψη ενός παλιρροϊκού κύµατος που οι εξιστορήσεις πάνε κι έρχονται. Δεν είναι ένας µακρύς αποχαιρετισµός. Είναι µια ανάκληση εντυπώσεων και ενσταντανέ της καθηµερινότητάς του υπό την επίγνωση πως όσοι δεν ξεχνιούνται συνεχίζουν να ζουν. Είναι η τιµή που του οφείλουν όσοι τον γνώρισαν και δούλεψαν µαζί του, ώστε να κρατηθούν ζωντανές οι µνήµες και οι παρακαταθήκες του έργου του. Κάποτε θα αποκρυσταλλωθούν αυτές οι ιστορίες. Αφού θα ειπωθούν αρκετές φορές, θα αποµακρυνθούν από τον «θόρυβο» της ανάµνησης και θα ξεκόψουν από το µονοπάτι της ιχνηλασίας µιας προσωπικότητας. Θα µείνει ακέραια η ειλικρινής βεβαιότητα που δεν θα χρειάζεται κανένα οµοιοπαθητικό επίχρισµα στη θεµελίωση της ακλόνητης αλήθειας µιας λεύτερης ψυχής, ενός ανυπότακτου ανθρώπου και ενός καινοτόµου δηµιουργού.
Πηγή: protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Bigpost.gr
Ακολουθήστε το Bigpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις