Εφ΄ όλης της ύλης συνέντευξη στο «Βήμα της Κυριακής» παραχώρησε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στην πιο κρίσιμη φάση της πανδημίας.

Ο πρωθυπουργός αναγνωρίζει την κούραση των πολιτών, αποδέχεται την πίεση των νοσοκομείων, δηλώνει ότι δεν θα διστάσει να επιτάξει ιδιωτικές μονάδες υγείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, μιλάει για την ανάγκη εκτόνωσης και αποσυμπίεσης της κοινωνίας από τις πολλές απαγορεύσεις και προσβλέπει στους εμβολιασμούς, υποσχόμενος την επιτάχυνσή τους.

Ολόκληρη η συνέντευξη του πρωθυπουργού στο «Βήμα της Κυριακής»:

Κύριε πρόεδρε, εδώ και έναν χρόνο αντιμετωπίζουμε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Η μεγάλη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης προφανώς έχει επηρεάσει τους πολίτες. Ολοι νιώθουν κουρασμένοι. Ταυτόχρονα, δοκιμάζονται και οι αντοχές του συστήματος υγείας. Ποιες είναι οι προοπτικές; Πόσο αισιόδοξος είστε;

«Πιστεύω ειλικρινά ότι περνάμε τον τελευταίο δύσκολο κάβο της περιπέτειας. Γιατί το λέω; Διότι γνωρίζουμε, πλέον, ότι οι εμβολιασμοί είναι και ασφαλείς και αποτελεσματικοί. Κάθε εβδομάδα εμβολιάζονται 200.000 συμπολίτες μας. Και ο αριθμός αυτός θα υπερδιπλασιαστεί από τον Απρίλιο και μετά, όταν θα έχουμε πολλά περισσότερα εμβόλια».

Ο στόχος, δηλαδή, για 5 εκατομμύρια εμβολιασμένους στις αρχές Ιουλίου υφίσταται;

«Ο δικός μας στόχος παραμένει, μέχρι τα τέλη Απριλίου να έχουν εμβολιαστεί, με τουλάχιστον μία δόση, όλοι οι άνω των 60 ετών και οι πάσχοντες από κάποιο βαρύ νόσημα. Πολλοί εκ των οποίων, μάλιστα, και με τη δεύτερη δόση. Αυτό εκ των πραγμάτων θα μειώσει την πίεση στις δομές υγείας, επιτρέποντάς μας να προχωρήσουμε σε μία πιο ελεύθερη προσαρμογή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Αλλωστε, ήδη, βλέπουμε το πρώτο αποτύπωμα του εμβολιασμού: Τα στοιχεία των νοσηλειών δείχνουν ότι οι μεγαλύτεροι που έχουν εμβολιαστεί είναι πολύ πιο προστατευμένοι από όσους δεν έχουν κάνει εμβόλιο ή από τους νεότερους που δεν έχει έρθει ακόμα η σειρά τους. Είμαι αισιόδοξος ότι φτάνουμε στο τέλος του πολέμου με τον κορωνοϊό και τελικά θα βγούμε νικητές. Μην ξεχνάμε ότι, παρά τις δυσκολίες, η χώρα μας τα έχει καταφέρει, συνολικά, πολύ καλύτερα από ό,τι άλλες με πιο οργανωμένα και καλά χρηματοδοτημένα συστήματα υγείας. Εάν η Ελλάδα είχε τον μέσο ευρωπαϊκό όρο σε απώλειες ανά εκατομμύριο κατοίκων, σήμερα θα θρηνούσε τα διπλάσια θύματα. Κι αυτό το αποφύγαμε γιατί οι πολίτες, παρά την όποια χαλάρωση και κούραση που παρατηρούμε τις τελευταίες εβδομάδες, ακολούθησαν τις οδηγίες των ειδικών. Και, βέβαια, η Πολιτεία ενίσχυσε το εθνικό σύστημα υγείας που κουβαλούσε πολλές παθογένειες. Πλην όμως, αυτό ξεπέρασε όλες τις προσδοκίες, ενδεχομένως και τις δικές μας, διαλύοντας πολλά στερεότυπα».

Εννοείτε τα στερεότυπα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού.

«Εννοώ το στερεότυπο του “τεμπέλη” δημόσιου υπαλλήλου, που γκρεμίστηκε, καθώς οι γιατροί και οι νοσηλευτές, η Πολιτική Προστασία και τα σώματα ασφαλείας, οι εκπαιδευτικοί μας και τόσοι άλλοι έδωσαν με αυταπάρνηση και αποτελεσματικότητα μία μεγάλη μάχη. Και αυτό είναι μια σημαντική κατάκτηση για την επόμενη μέρα. Οπως διαλύθηκε και το στερεότυπο του “ανάλγητου” ιδιωτικού τομέα. Διότι εκατοντάδες ιδρύματα, επιχειρήσεις, αλλά και μεμονωμένα πρόσωπα, προσέτρεξαν και στήριξαν με δωρεές το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Κάποια στιγμή, λοιπόν, πρέπει να αντιληφθούμε ότι το δημόσιο δεν ταυτίζεται με το κρατικό. Αλλά με το εθνικό, το οποίο υπηρετούν όλες οι δυνάμεις μας».

Τώρα που υπάρχει μεγάλη πίεση στα δημόσια νοσοκομεία, μήπως θα ήταν ωφέλιμο να χρησιμοποιηθεί περισσότερο ο ιδιωτικός τομέας;

«Μα αυτό έχει ήδη γίνει. Δημόσιος και ιδιωτικός τομέας συνεργάζονται υπό την καθοδήγηση του υπουργείου, με έναν και μόνο σκοπό. Την προστασία της υγείας των συμπολιτών μας».

Ακούτε, φαντάζομαι, και εσείς το αίτημα της επίταξης…

«Η πραγματικότητα έχει ως εξής: Εάν είχαμε σπεύσει να κάνουμε αυτό που μας ζητούσε η αντιπολίτευση απ’ τον περασμένο Απρίλιο, θα είχαμε κάνει επιτάξεις χωρίς να τις χρειαζόμασταν τότε ξοδεύοντας δεκάδες εκατομμύρια. Ομως, τώρα, που απαιτείται η συνεισφορά του ιδιωτικού τομέα, προχωράμε, σε πρώτη φάση, σε συνεργασία μαζί του. Να δώσω ένα παράδειγμα. Την προηγούμενη εβδομάδα μπήκε στις εφημερίες του Εθνικού Συστήματος το “Ερρίκος Ντυνάν” για non-COVID περιστατικά και αντεπεξήλθε πολύ καλά. Και, προ ημερών, μπήκαν στη μάχη και άλλα ιδιωτικά θεραπευτήρια. Προτιμούμε πάντα ως πρώτο βήμα τη συνεργασία. Διότι καταλαβαίνετε και εσείς ότι η επίταξη μπορεί να είναι μία έννοια νομικά ισχυρή, αλλά όταν ζητάμε από έναν γιατρό να παρέχει τις υπηρεσίες του, δεν αρκεί μόνο να τον υποχρεώσουμε. Πρέπει και να τον εμπνεύσουμε να το κάνει. Αν, όμως, χρειασθεί να χρησιμοποιήσω και το ύστατο συνταγματικό εργαλείο που έχω στη διάθεσή μου, αυτό της επίταξης προσωπικών υπηρεσιών, δεν θα διστάσω να το κάνω».

Απλώς σκέφτομαι ότι λογικά όλοι έχουν συμφέρον από μια γρήγορη επαναφορά στην κανονικότητα, ακόμα και ο ιδιωτικός τομέας…

«Η στρατηγική μας, τώρα, στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος είναι η περαιτέρω ενίσχυση του Συστήματος Υγείας, η αντιμετώπιση της διασποράς όπου εκδηλώνεται έξαρση της πανδημίας και μία ακόμα πιο εκτεταμένη στρατηγική testing. Ο δεύτερος πυλώνας είναι η μερική αποσυμπίεση της κοινωνίας με μέτρα που θα δίνουν στους πολίτες μία ανάσα ελευθερίας. Και, στη συνέχεια, με ρυθμίσεις που θα απελευθερώνουν προσεκτικά οικονομικές δραστηριότητες. Πρώτο βήμα, το σταδιακό άνοιγμα του λιανεμπορίου. Πιστεύω ότι οι πολίτες θα εκτιμήσουν αυτήν τη βαλβίδα εκτόνωσης και έτσι θα πεισθούν να επανέλθουν στην τήρηση των κανόνων που έχουν ατονήσει. Να κάνουμε, δηλαδή, τα βασικά: Να κρατάμε αποστάσεις, να αποφεύγουμε συγχρωτισμούς και τη μετάδοση εντός της οικογενειακής εστίας. Και να φοράμε μάσκα. Μας βοηθάει άλλωστε και ο καιρός, μας βοηθάνε και οι εμβολιασμοί».

Το μέτρο της απαγόρευσης κυκλοφορίας στις 7 μ.μ. Σαββάτου και Κυριακής δεν έχει πια νόημα. Προφανώς δεν λειτούργησε.

«Πράγματι. Γι’ αυτό και καθώς έρχεται η άνοιξη είναι καλύτερο οι πολίτες να έχουν πρόσβαση σε περισσότερους ανοιχτούς χώρους. Αυτό μας υποδεικνύουν και οι ειδικοί. Με μικρές και γνωστές συνθέσεις, ώστε να αποφεύγονται οι συνάξεις στα σπίτια. Πάντως, αυτή η κούραση της κοινωνίας δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Οταν συζητώ με συναδέλφους μου στην Ευρώπη, όλοι τα διαπιστώνουμε παντού. Συνεπώς, θεωρώ ότι η προσέγγιση αυτή θα έχει θετικό αντίκτυπο. Και θα βοηθήσει να τηρήσουμε καλύτερα εκείνα τα ελάχιστα μέτρα που ξέρουμε ότι θα μας συνοδεύουν οπωσδήποτε για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμα».

Αντιλαμβάνομαι ότι επιχειρείτε μια αλυσίδα συνδυασμένων θετικών επιλογών, παράλληλα με τους  εμβολιασμούς, που θα κάνουν πιο γρήγορο και ασφαλές το άνοιγμα και του τουρισμού. Ομως η αλυσίδα αυτή, που νομίζω ότι είναι λογική, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί από όλο το πολιτικό σύστημα; Εννοώ, να διεκδικήσετε ένα πολιτικό μορατόριουμ, ώστε να συμβάλουν όλοι, το επόμενο τρίμηνο ή εξάμηνο, να είναι κάπως πιο ήρεμα τα πράγματα. Θα επιχειρούσατε κάτι τέτοιο;

«Εχω επιδιώξει το ήπιο πολιτικό κλίμα πολλές φορές μέσα από έναν δημόσιο λόγο, που δεν ήταν μόνο πολιτικός. Στηριζόταν πάντα σε στοιχεία. Και συχνά, μάλιστα, ήταν και αυτοκριτικός για τα όποια σφάλματα έγιναν. Πλην όμως, αυτή η προσέγγιση απαιτεί και από την άλλη πλευρά μία ελάχιστη συμφωνία στα πραγματικά δεδομένα. Αλλά, δυστυχώς, βλέπετε στη χώρα μας η πανδημία και ο κορωνοϊός πολιτικοποιήθηκαν. Ταυτίστηκαν με την κυβέρνηση, αντί να είναι αυτό που όλοι αντιλαμβάνονται, μία πρωτοφανής υγειονομική κρίση που χτυπάει όλον τον κόσμο. Κι αυτό για να στοχοποιηθεί η κυβέρνηση και εγώ προσωπικά. Αυτό, λοιπόν, δεν δημιουργεί συνθήκες σύνθεσης. Γιατί ενώ η κυβέρνηση επικαλείται την επιστήμη και την κοινή λογική, η αντιπολίτευση εντάσσει τον COVID στην ατζέντα της κομματικής μάχης».

Αναφέρεστε στις διαδηλώσεις;

«Βεβαίως, και σε αυτές. Απέναντι στην πανδημία, εμείς από την πρώτη στιγμή πήραμε αποφάσεις που περιόριζαν σημαντικές ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες. Δείχνοντας εμπιστοσύνη στην υπευθυνότητα όλων των πολιτικών δυνάμεων, δεν απαγορεύσαμε τις διαδηλώσεις. Κάναμε μία εξαίρεση γιατί μια τέτοια κίνηση θα ήταν εύκολα παρεξηγήσιμη. Αν και, προσωπικά, δεν θεωρώ το δικαίωμα του συνέρχεσθαι κατ’ ανάγκην πιο σημαντικό από το δικαίωμα του εργάζεσθαι. Στηριχθήκαμε στη λογική και στην καλή διάθεση των κομμάτων να μην ενθαρρύνουν τον κόσμο να συμμετέχει σε κάτι που εγκυμονεί σοβαρό υγειονομικό κίνδυνο. Δυστυχώς, όμως, πρώτος ο κ. Τσίπρας έδωσε το σύνθημα των διαδηλώσεων λέγοντας ότι “δέχεται το ρίσκο” της υπερμετάδοσης του ιού από τις συγκεντρώσεις. Ακολούθησε, έτσι, ένα υγειονομικό σαμποτάζ. Γιατί ο μαζικός συγχρωτισμός αποδεδειγμένα διασπείρει τον ιό. Αλλά και ένα κοινωνικό σαμποτάζ. Γιατί εκπέμπει το μήνυμα της συλλογικής παραβίασης των μέτρων προστασίας. Προσβάλλοντας όχι μόνο τους ασθενείς μέσα στις ΜΕΘ και τους γιατρούς που μάχονται. Αλλά και τα εκατομμύρια που πειθαρχούν και υπομένουν τους περιορισμούς. Γιατί ο πολίτης αναρωτιέται: Οταν άλλοι πάνε σε μία διαδήλωση γιατί και εγώ να μην πάω σε ένα άλλο σπίτι; Με το “έτσι θέλω” των λίγων, λοιπόν, σπάει η σχέση εμπιστοσύνης των πολλών με την Πολιτεία. Αρα πρόκειται για συμπεριφορά διαβρωτική και διχαστική».

Ναι, αλλά δεν μεταδίδεται μόνο στις διαδηλώσεις ο ιός…

«Και λοιπόν; Πρέπει να προστεθεί και άλλη μία εστία μετάδοσης; Υπάρχουν συνθήκες που δεν μπορούν να αλλάξουν αμέσως. Αλλά η απόφαση να μη γίνει μία πορεία στην κορύφωση της πανδημίας είναι μόνο στο χέρι μας. Πρόκειται, λοιπόν, για κυνική επιλογή που υποτάσσει τη δημόσια υγεία στο κομματικό συμφέρον. Για να υπάρξουν οι νέοι “αγανακτισμένοι” ας πολλαπλασιαστούν οι διασωληνωμένοι. Αυτό σημαίνει στην πράξη η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ».

Πάντως μόλις πρόσφατα ο κ. Τσίπρας πρότεινε μορατόριουμ.

«Ο ίδιος ο όρος παραπέμπει σε πολεμικό κλίμα και σε αντίπαλα μέρη. Πρόσφατα είπα στον κ. Τσίπρα στη Βουλή “εχθρός μου δεν είστε εσείς. Είναι ο κορωνοϊός”. Ακόμη και σήμερα δυστυχώς δεν παίρνει αποστάσεις από το σύνθημα “Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν”, όπως τον κάλεσα. Δεν το κάνει γιατί τελικά αυτό πιστεύει. Αλλωστε, πουθενά στον κόσμο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν καλεί σε μαζικές συναθροίσεις. Μόνο ακραία κόμματα, όπως π.χ. το AfD στη Γερμανία το κάνουν. Και, βέβαια, οι οπαδοί του Τραμπ, που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο. Αυτό που εννοεί ως μορατόριουμ ο κ. Τσίπρας είναι να μη νομοθετεί η Βουλή και να μην αποφασίζει η κυβέρνηση υπό την απειλή διαδηλώσεων. Με άλλα λόγια, λέει “ναι” στον δρόμο, αλλά “όχι” στον νόμο. Να μην ψηφίζονται νομοσχέδια για τα οποία έχει ψηφιστεί η κυβέρνηση και να μη λειτουργεί το κράτος. Θέλει, δηλαδή, τη Δημοκρατία σε καραντίνα. Κάτι που δεν μπορεί να συμβεί».

Το τελευταίο διάστημα, πάντως, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της Ν. Σμύρνης, η πίεση προφανέστατα μεγάλωσε.

«Ναι, αλλά δεν ήταν μόνο αυτά τα γεγονότα. Θυμίζω ότι είχαν προηγηθεί κάπου 150 διαδηλώσεις υπέρ του Κουφοντίνα. Ο απεργός πείνας, βέβαια, υποχώρησε. Αλλά οι απεργοί της ευθύνης παραμένουν».
Θα μπορούσε κάποιος να σας πει ότι και πρόσωπα της ευρύτερης φιλελεύθερης παράταξης τοποθετήθηκαν όχι υπέρ του Κουφοντίνα, όσο υπέρ του δικαιώματός του να αντιμετωπίζεται όπως όλοι οι άλλοι κρατούμενοι.
«Μα η κυβέρνηση δεν είπε ποτέ κάτι διαφορετικό. Ιση μεταχείριση για όλους».

Αυτή η διεκδίκηση κινητοποίησε πιστεύω πολλούς.

«Δεν το νομίζω. Ολοι, πάντως, εκ των υστέρων αναγνώρισαν ότι η στάση της κυβέρνησης ήταν η σωστή. Διότι ο Κουφοντίνας, τελικά, αναμετρήθηκε με τη Δημοκρατία και με την έκφρασή της που είναι το Κράτος Δικαίου. Και προσαρμόστηκε ακριβώς γιατί η Δημοκρατία δεν υποχώρησε στον εκβιασμό του. Διαφορετικά, θα είχαμε μια σημαντική έκπτωση στην ισονομία και στο Κράτος Δικαίου. Κάτι το οποίο προσωπικά δεν θα δεχόμουν να συμβεί ποτέ».
Από εκεί και μετά, ωστόσο, περάσαμε στις ευρύτερες διαδηλώσεις για τα θέματα αστυνομικής βίας. Με το γεγονός πρώτα της Κυριακής, στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, και όσα ακολούθησαν. Γύρω από την αστυνομική αυθαιρεσία, να την πω έτσι, υπάρχει ευαισθησία. Η οποία δεν πηγάζει μόνο από τη συμπεριφορά της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά και διεθνώς.

Στην Αμερική ανέκυψαν παρόμοια θέματα και στη Βρετανία προσφάτως.

«Ας αναλογιστούμε λίγο γιατί ανακύπτει τώρα. Ενας λόγος νομίζω ότι είναι η ιδιαίτερη ψυχολογική επιβάρυνση όλων των κοινωνιών. Αρα σε συνθήκες έντασης, χρειάζεται μια σπίθα για να ξεσπάσουν περιστατικά από τη μια και από την άλλη πλευρά. Και συμφωνώ ότι το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Θα έλεγα ότι στον τόπο μας δεν είχαμε τόσο πολλά περιστατικά αστυνομικής βίας. Ενδεχομένως θα μπορούσε να ασκήσει κανείς εύλογη κριτική ότι και αυτά τα λίγα επεισόδια δεν είχαν διερευνηθεί επαρκώς. Είναι κάτι που στη Βουλή δεσμεύτηκα ότι θα αλλάξει. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι στην Ελλάδα είχαμε μάλλον το ανάποδο πρόβλημα: μια συστηματική υποχώρηση του κράτους απέναντι σε φαινόμενα βίας στο όνομα του “δικαιωματισμού” ορισμένων. Αυτό άλλαξε επί ημερών μας και πιστεύω ότι καλώς άλλαξε. Και δεν μπορεί να εξισώνει κανείς κάποια μεμονωμένα και καταδικαστέα περιστατικά αστυνομικής βίας με την ανοχή στην οργανωμένη βία που ταλαιπωρεί τη χώρα εδώ και δεκαετίες. Ούτε να εξισώνεται η αστυνομία με τον κουκουλοφόρο που ρίχνει τη μολότοφ».

Παίρνουν, ωστόσο, διαστάσεις μεγαλύτερες γιατί εξελίσσονται σε πολύ συγκεκριμένο χρόνο.

«Παίρνουν διαστάσεις μεγαλύτερες για δύο λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με τη συγκυρία που βιώνουμε και η οποία, όπως είπα, δεν είναι κανονική. Υπάρχει συσσωρευμένη ένταση και κούραση, ειδικά στη νεολαία που αισθάνεται, δικαιολογημένα σε έναν βαθμό, ότι χάνει ένα κομμάτι της ζωής της. Καταλαβαίνω απόλυτα και την οργή και την αμφισβήτηση. Εγώ πρώτος σας είπα, άλλωστε, ότι δεν κουνώ το δάχτυλο, αλλά ανοίγω τα αφτιά μου για να ακούσω τους νέους. Να υποδεχθώ και τη γόνιμη αμφισβήτησή τους. Αλλά όχι την καταστροφή και την τυφλή βία. Ο δεύτερος λόγος, δυστυχώς, είναι διότι αυτή η προσέγγιση έγινε κομματικό λάβαρο από την αξιωματική αντιπολίτευση ως μία δήθεν αντικυβερνητική διαμαρτυρία. Στηρίζεται, όμως, πάνω σε μια ψευδή υπόθεση: ότι η κυβέρνηση τάχα απέτυχε στη διαχείριση της πανδημίας και της οικονομίας. Και ότι για να κρύψει την αποτυχία της ακολουθεί αυταρχική πολιτική. Διπλό ψέμα. Πρώτον, γιατί παρά τις δυσκολίες, κατορθώσαμε πολλά στο μέτωπο της υγείας, όσο και σε εκείνο της οικονομίας. Και δεύτερον, διότι ούτε παλαιότερα ούτε τώρα μπορώ προσωπικά να κατηγορηθώ ως αυταρχικός πολιτικός. Πολύ απλά, κάποιοι προσπαθούν να με παρουσιάσουν ως κάτι το οποίο δεν είμαι. Οταν, λοιπόν, συγκρούεσαι με την ίδια την πραγματικότητα, τελικά θα βγεις ηττημένος.

Ηγείσθε, πάντως, της συντηρητικής παράταξης της χώρας…

«Κάποιοι δεν καταλαβαίνουν ότι τη διαχωριστική γραμμή που υπαγόρευαν οι παλαιές θεωρίες, η ζωή την έχει ήδη αντικαταστήσει με διακρίσεις που επιβάλλουν οι σύγχρονες συνθήκες. Από το δίπολο “Αριστερά – Δεξιά”, εγώ προτιμώ το ζεύγος “πρόοδος – καθήλωση”. Γιατί το ζητούμενο σήμερα δεν είναι, απλά, η δίκαιη κατανομή του πλούτου. Αλλά η μεγέθυνσή του, που θα φέρει και τον ισότιμο επιμερισμό του. Δεν μπορεί, συνεπώς, να αποκαλείται προοδευτικός όποιος εμμένει στην αδράνεια. Προοδευτικός στον 21ο αιώνα είναι όποιος βλέπει μπροστά, διδάσκεται από την εμπειρία και δεν τον φοβίζει η αμφιβολία. Ο Γκράχαμ Γκριν έχει γράψει ότι ένας καθολικός και ένας κομμουνιστής αν μπορούν να αμφιβάλλουν, τότε μπορούν και να συναντηθούν. Σε αυτήν τη σύνθεση μέσα από τη συνεχή αναζήτηση πιστεύω και εγώ. Οπως άλλωστε έχω πει, προοδευτικός είναι όποιος συντηρεί όσα αξίζει να συντηρηθούν και αλλάζει όσα πρέπει να αλλάξουν. Αυτό δεν θα το καταλάβουν ποτέ οι αντίπαλοί μας».

Με τους νέους πάντως θα προχωρήσει η χώρα, αυτοί θα σηκώσουν το βάρος της εξόδου και από αυτήν την κρίση. Αυτοί θα αναλάβουν το κόστος της ανόρθωσης. Οι σημερινοί 20άρηδες και 30άρηδες, πολλοί από τους οποίους έχουν ζήσει μόνο κρίσεις.

«Συμφωνώ. Εν όψει, μάλιστα και των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση, αξίζει να δούμε πώς μπορούμε να συναντηθούμε με αυτά τα νέα ρεύματα που έρχονται με ορμή. Και ειδικά για τους νέους ανθρώπους πιστεύω ότι τέτοιες συμβολικές ημερομηνίες μπορούν πραγματικά να σηματοδοτήσουν μια καίρια τομή με το παρελθόν. Γιατί η πρόκληση αμέσως μετά την πανδημία είναι να μην κάνουμε, απλά, μερικά βήματα βελτίωσης. Αλλά πολλά γενναία άλματα προόδου».

Υπάρχουν και τα εργαλεία τώρα…

«Ναι, και οικονομικά και κοινωνικά εργαλεία. Ο ιδιωτικός τομέας έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό απόθεμα καταθέσεων και πόρων μέσα στην πανδημία, το οποίο μπορεί είτε να δαπανήσει σε κατανάλωση είτε να επενδύσει. Και, ήδη, οι δημιουργικές ελληνικές επιχειρήσεις – νομίζω το έχετε γράψει και εσείς – σκέφτονται τα επόμενα βήματά τους. Τις επενδύσεις τους. Θέλουν να παίξουν επίθεση και όχι άμυνα. Γιατί βλέπουν τις προοπτικές της γρήγορης ανάκαμψης μετά τον κορωνοϊό. Επίσης, δεν θα έχουμε, πλέον, τους ασφυκτικούς περιορισμούς των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων, έστω και αν επιβαρύνεται το χρέος. Είναι κάτι που οι αγορές το δέχονται. Απόδειξη, ότι τα ελληνικά 30ετή ομόλογα διατέθηκαν με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Και όταν μία χώρα δανείζεται για μια 30ετία σημαίνει ότι την εμπιστεύονται διεθνώς. Και, τέλος, έχουμε το Ταμείο Ανάκαμψης. Μια μοναδική ευκαιρία πρόσθετων ευρωπαϊκών πόρων, στην ουσία ένα δεύτερο ΕΣΠΑ, για να προωθήσουμε μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις σε τομείς κρίσιμους. Οπως η ψηφιακή μετάβαση. Η πράσινη ανάπτυξη. Τα μεγάλα δημόσια έργα. Οι ιδιωτικές επενδύσεις. Αλλά και οι επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στην απασχόληση».

Αναφερθήκατε και σε κοινωνικά εργαλεία. Πώς τα προσδιορίζετε;

«Μιλώ για το ανθρώπινο κεφάλαιο. Για μία γενιά προκομμένων παιδιών, μια διασπορά – αναφέρομαι στη γενιά του brain drain – που για πρώτη φορά αντιμετωπίζει την επιστροφή στη χώρα θετικά, βλέποντας τις προοπτικές της. Και θα προσέθετα ότι μετά 10 χρόνια κρίσης, αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο βγαίνει πιο ώριμο. Με αυτοπεποίθηση και πιο ενισχυμένη την εμπιστοσύνη του στο κράτος. Αν λέγαμε πριν από δύο χρόνια ότι θα κάναμε τόσα εντυπωσιακά βήματα στον ψηφιακό εκσυγχρονισμό θα φαινόταν, σήμερα, απίστευτο. Κι όμως, ήταν στο προεκλογικό μας πρόγραμμα και γίνεται πραγματικότητα. Από τα ηλεκτρονικά πιστοποιητικά μέχρι την άυλη συνταγογράφηση και την εξυπηρέτηση του πολίτη χωρίς φυσική παρουσία. Οπως δύσκολα θα πίστευε κανείς και ότι η Ελλάδα θα οργάνωνε άψογα μία περίπλοκη αποστολή όπως η Επιχείρηση Ελευθερία για τον μαζικό εμβολιασμό. Συνδυάζοντας την τεχνολογία και την ανθρώπινη επαφή. Το πληκτρολόγιο με το χαμόγελο. Συνεπώς, το ελατήριο μπορεί να εκτιναχθεί».

Ναι, η θεωρία του συμπιεσμένου ελατηρίου. Την επικαλούνταν συχνά και ο Γιάννης Στουρνάρας…

«Ακούστηκε πολλές φορές αυτή η θεωρία. Τώρα, όμως, υπάρχουν οι προϋποθέσεις της. Οταν κερδίσαμε τις εκλογές – και τότε δεν είχαμε τις προκλήσεις ούτε της πανδημίας ούτε του Μεταναστευτικού ούτε της τουρκικής επιθετικότητας – είχα πει ότι για να φύγει η οικονομία μας μπροστά πρέπει να πληρούνται τρεις βασικοί όροι:

Πρώτον, να αλλάξει το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Κάτι που άλλαξε εκ των πραγμάτων. Και έτσι τώρα μονιμοποιούμε τις προσωρινές μειώσεις φόρων, αλλά και συνεχίζουμε την ελάφρυνση των βαρών που έχουν εργαζόμενοι και επιχειρήσεις. Προϋπόθεση δεύτερη, οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα κάνουν την Ελλάδα πιο ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις. Και αυτό γίνεται ήδη και συνεχίζεται, το βλέπετε. Βλέπετε πόσο έντονο είναι σήμερα το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον για τη χώρα μας. Και τρίτη προϋπόθεση, η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος μέσα από τη γρήγορη μείωση των κόκκινων δανείων. Κάτι που επίσης γίνεται με κρίσιμα και χρήσιμα εργαλεία όπως το σχήμα ΗΡΑΚΛΗΣ που έθεσε στη διάθεση των τραπεζών η ελληνική κυβέρνηση. Αρα, υπάρχουν ήδη οι προϋποθέσεις για ένα άλμα, το τονίζω, όχι απλά ένα βήμα. Ενα άλμα δεκαετίας και όχι μια προσωρινή εκτίναξη του ΑΕΠ. Γιατί θα στηρίζεται σε πραγματικά θεμέλια, μετασχηματίζοντας την οικονομία όπως ζητάμε τόσα χρόνια. Μια ανταγωνιστική οικονομία που θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια και τα συγκριτικά πλεονεκτήματά μας».

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Bigpost.gr

Ακολουθήστε το Bigpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις