Η Ελλάδα μπορεί να βγει η κερδισμένη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία, βοηθούμενη από το γεγονός πως η Ουάσινγκτον θεωρεί πλέον την Αθήνα ως πιο αξιόπιστο σύμμαχο από την Άγκυρα.

Αυτό υπογραμμίζει ο Σονέρ Τσαγκαπτάι, επικεφαλής του ερευνητικού προγράμματος για την Τουρκία στο Washington Institute for Near East Policy.

Ο τουρκοαμερικανός αναλυτής και συγγραφέας του βιβλίου «Η αυτοκρατορία του Ερντογάν» μιλώντας στα «ΝΕΑ» εξηγεί γιατί η ΕΕ έχει χάσει την επιρροή της στον Ερντογάν, μιλά για το Κυπριακό και τονίζει ότι η Δύση πρέπει να προσεγγίσει τη νέα γενιά Τούρκων.

«Η Αθήνα είναι πιθανό να αναδειχθεί νικήτρια (σ.σ.: στις διερευνητικές επαφές) λαμβάνοντας υπόψη την παραδοσιακή πολιτική ισορροπία μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και ΗΠΑ. Από την αρχή του Ψυχρού Πολέμου, η Ουάσιγκτον θεώρησε την Τουρκία μαζί με το Ισραήλ ως τον άξονα της αρχιτεκτονικής ασφαλείας της Ανατολικής Μεσογείου. Χάρη στην κληρονομιά της εποχής Ερντογάν, η πολιτική αυτή αλλάζει τώρα, με την Ελλάδα, την οποία η Ουάσιγκτον θεωρεί πιο αξιόπιστο σύμμαχο από την Τουρκία, να την επισκιάζει σταδιακά. Αν και η πολιτική των ΗΠΑ αλλάζει αργά, σαν ένα τεράστιο δεξαμενόπλοιο που αλλάζει πορεία στην ανοιχτή θάλασσα, έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις για τους δεσμούς ΗΠΑ – Τουρκίας. Η Ουάσιγκτον δείχνει στην Αγκυρα ότι η Ελλάδα είναι η “νέα Τουρκία”» λέει ο Τσαγκαπτάι.

Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο «η διαχείριση των σχέσεων με την Τουρκία, και με τον πρόεδρό της, θα είναι μια μεγάλη πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση στις ΗΠΑ».

Άβυσσος χωρίζει ΗΠΑ-Τουρκία

Ο αναλυτής εξηγεί πως πολλά θέματα χωρίζουν Άγκυρα και Ουάσιγκτον. Αναφέρει την αγορά των ρωσικών S-400, για την οποία οι ΗΠΑ έχουν ήδη επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία, αποκλείοντάς την επίσης από τα F-35. Εκτιμά ότι θα υπάρξουν νέες κυρώσεις λόγω της αυταρχικής πολιτικής Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας και πρόστιμα στην Αγκυρα, και κατά συνέπεια στον Ερντογάν, για υποψία παραβίασης των κυρώσεων στο Ιράν από τουρκικές τράπεζες. Προτείνει, πάντως, στην κυβέρνηση Μπάιντεν «να υιοθετήσει μια ρεαλιστική προσέγγιση για την Τουρκία», εκτιμώντας ότι ενώ Αγκυρα και Ουάσιγκτον μπορούν να βρουν κοινό έδαφος για συνεργασία, όπως στη Λιβύη και τη Συρία, οι στενές σχέσεις του Ερντογάν με τον ρώσο πρόεδρο Πούτιν και η αυξημένη καταπίεση εντός της Τουρκίας θα εμποδίσουν την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεών τους. Κατά τον Τσαγκαπτάι, η προσέγγιση Μπάιντεν στην Τουρκία πρέπει να περιλαμβάνει επέκταση συνεργασίας, διαχείριση των διαφορών (S-400, πολιτική Συρίας / YPG-PKK), έμφαση στις αρχές δημοκρατίας και στο κράτος δικαίου. «Αναμφίβολα, οι εσωτερικές πολιτικές του Ερντογάν και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενδέχεται να αποτελούν το σημαντικότερο εμπόδιο στις σχέσεις με τον Μπάιντεν» τονίζει.

Πάντως εκτιμά πως παρά τις προσπάθειες του Ερντογάν να ελέγξει τη χώρα, «η δημοκρατία της Τουρκίας είναι ανθεκτική, η κοινωνία των πολιτών ισχυρή και η ομάδα των νεότερων ψηφοφόρων είναι όλο και περισσότερο δυσαρεστημένη με τη διακυβέρνηση Ερντογάν». Ο αναλυτής του Washington Institute θεωρεί ότι οι ΗΠΑ πρέπει να οικοδομήσουν ισχυρούς δεσμούς με την κοινωνία των πολιτών της Τουρκίας και με τους νεότερους ψηφοφόρους. «Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία είναι, ήταν και θα είναι πάντα μεγαλύτερη από τον Ερντογάν». Εξηγεί ότι μέχρι τις εκλογές του 2019 σχεδόν ο μισός πληθυσμός υποστήριξε τον Ερντογάν. Αλλά η γενιά που μεγάλωσε υπό τον Ερντογάν, πάνω από το 40% του τουρκικού πληθυσμού, είναι διαφορετική πολιτική ομάδα. «Μόνο ένα στα τρία μέλη αυτής της ομάδας υποστηρίζει τον Ερντογάν. Το μέλλον της Τουρκίας βασίζεται σε αυτήν τη δημογραφική ομάδα και πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό για τις κοινωνίες των πολιτών στην Ευρώπη να διατηρήσουν δεσμούς με την τουρκική κοινωνία των πολιτών» τονίζει.

Η ΕΕ έχει χάσει την επιρροή της

Απαντώντας στο ερώτημα αν η ΕΕ καταφέρει να προσεγγίσει την Τουρκία υπογραμμίζει: «Καθώς η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ είναι απίθανο να συμβεί σύντομα, οι Ευρωπαίοι έχουν χάσει τη δύναμη επιρροής στην Αγκυρα».

«Οι εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, Κύπρου και Γαλλίας σχετικά με τα αποθέματα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο αυξάνονται. Είναι λυπηρό, αλλά δεν προκαλεί έκπληξη ότι τα κράτη που έπαιξαν βασικό ρόλο για να παγώσει η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας υποφέρουν περισσότερο από την αδιαλλαξία και την περιφερειακή πολιτική εξουσίας του Ερντογάν. Η ΕΕ συχνά επαινεί τον εαυτό της ως υποστηρικτή της δημοκρατίας και της περιφερειακής σταθερότητας, υπογραμμίζοντας τη δύναμη της διαδικασίας διεύρυνσής της, να συμπεριλαμβάνει νέα μέλη στη “γειτονιά”. Στην περίπτωση της Τουρκίας, οι λανθασμένες πολιτικές της μπορεί να συνέβαλαν στο αντίθετο. Αλλωστε, ο Ερντογάν έχει μια νατιβιστική λαϊκιστική πλευρά. Ο ευρύτερος στόχος του δεν ήταν να κάνει την Τουρκία μέλος της ΕΕ αλλά να επαναφέρει την Τουρκία στο μεγαλείο της» τονίζει ο αναλυτής.

«Όταν η Κύπρος έγινε μέλος της ΕΕ το 2004, βοήθησε ουσιαστικά στον τερματισμό των συνομιλιών για την ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση. Η Κύπρος ζήτησε, και η Γαλλία και η Γερμανία βοήθησαν, να παγώσει ένας μεγάλος αριθμός κεφαλαίων των ενταξιακών συνομιλιών με την Τουρκία. Εάν είχε προχωρήσει η διαδικασία ένταξης, θα ήταν δυνατό για την Ελλάδα και την Κύπρο να ζητήσουν από την Τουρκία να κάνει παραχωρήσεις στα πολλά θέματα που τη χωρίζουν από αυτές τις χώρες. Αλλά επειδή η Κύπρος επέμενε να παγώσει τις συνομιλίες δεν υπήρχαν καρότα, μόνο μαστίγια. Δεδομένου τού ότι ο Ερντογάν δεν είχε πλέον κανένα κίνητρο για να ευχαριστήσει την ΕΕ, η Άγκυρα απομακρύνθηκε από την Ένωση. Αυτό γενικά δεν είναι καλό αποτέλεσμα για τους ‘Ελληνες. Μια Τουρκία που δεν είναι στην Ευρώπη είναι εθνικιστική και μαξιμαλιστική» τονίζει.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Bigpost.gr

Ακολουθήστε το Bigpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Κάνε Like στη σελίδα μας στο facebook