Στο διάβα δυο αιώνων η συνοικία του Ψυρρή δίνει τον τόνο της κοινωνικής ζωής και της κοσμικής κίνησης στην Αθήνα.

Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Φαίνεται πως είναι η ιστορική μοίρα της συνοικίας του Ψυρρή, με το παραδοσιακό αρχοντικό της χρώμα, τις χάρες και τους ενθουσιασμούς της, να αποτελεί κοσμοπολί-τικο στέκι της Αθήνας. Στο διάβα δυο αιώνων η συνοικία του Ψυρρή δίνει τον τόνο της κοινωνικής ζωής και της κοσμικής κίνησης στην Αθήνα. Η συνοικία του Ψυρρή εκτείνεται χωροταξικά μεταξύ των οδών Ερμού, Αθηνάς και Αγίων Ασωμάτων. Ονοματοδοτή-θηκε απο κάποιον επ΄ονόματι Ψυρρή, που είχε στην ιδιοκτησία του πολλά οικόπεδα στην περιοχή. Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη που έχει κάνει και μελέτη-βιβλίο για τα τοπωνύμια των Αθηνών, το όνομα Ψυρρής αναφέρεται σε γεωγραφική καταγωγή. Και υποδηλώνει κάτοικο της νήσου των Ψαρρών, τα οποία ελέγοντο Ψύρρα ή Ψυρρή. Επομένως Ψυρρής είναι ο Ψαριανός.

Στο ιδιοκτησιακό επίσης καθεστώς της οικογένειας Ψυρρή, ανήκε και η κατεδαφισθείσα εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Στα χρόνια της οθωνικής περιόδου, η συνοικία του Ψυρρή έσφυζε απο κόσμο, περιλαμβάνοντας ακόμα πλήθος εργαστηρίων και βιοτεχνιών. Στην περιοχή διέμεναν προη-γμένα κοινωνικά στρώματα. Αστοί Αθηναίοι της εποχής, αλλά και πετυχημένοι έμποροι που αποτελούσαν την σπονδυλική στήλη του παζαριού. Απο αυτή την εξαίρετη συνοικία κατάγονταν οι περιώνυμοι αγνωιστές του ΄21 αδελφοί Νικόλαος και Χρήστος Σαρρής, αλλά και ο Παναγής Κτενάς.

Επίσης την συνοικία κατοικούσαν περιηγητές και ξένοι επισκέπτες της Αθήνας του 19-ου αιώνα. Με την απελευθέρωση απο τους Τούρκους, η συνοικία του Ψυρρή κατοικήθηκε απο πολλούς αγωνιστές τις εθνεγερσίας, αλλά και άλλους Έλληνες που συνέρρεαν απο την επαρχία στην Αθήνα. Ως πρός την αρχιτετονική τους φυσιογνωμία τα μικρά νεοκλασικά σπίτια του Ψυρρή έχουν όλα την ίδια δομή. Ήτοι διώροφα με μπαλκόνι και εσωτερική αυλή. Κάποια περίοδο στα μεταπελευθερωτικά χρόνια, του Ψυρρή ανέπτυξε μια πολύ μεγάλη κονωνική δυναμική. Υπήρχε τότε σοβαρό ενδεχόμενο με βάση τα σχέδια του αρχιτέκτονα Κλέντσε, να οικοδομηθούν τα ανάκτορα στον Κεραμεικό και αναπότρεπτα έτσι η συνοικία ήλθε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Αθήνας. Προϊόντος του χρόνου ωστόσο άρχισαν να εκδηλώνονται στοιχεία κοινωνικής απαξίας, να σωρεύονται στην περιοχή περιθωριακά και παραβατικά στοιχεία και έτσι να χαθεί το κύρος και η κοινωνική της αύρα.

Ήταν τότε που τα περίφημα «κουτσαβάκια», οι «μόρτηδες» και οι «τραμπούκοι» κατέστησαν την περιοχή του Ψυρρή άνδρο και ορμητήριό τους, προκαλώντας μύρια όσα προβλήματα στην κοινωνική και πολιτική ευρύτερα ζωή της Αθήνας. Εστιάζοντας χρονικά στο τελευταίο τέταρτο του 19-ου αιώνος. Όμως τι χαρακτηριστικά είχε η παρουσία αυτών των έκνομων στοιχείων και πως δρούσαν στην συνοικία και την Αθήνα ευρύτερα; Αποτελούσαν οπλισμένους άνδρες και επιδίδοντο σε ηθική τρομοκρατία – κατά παραγγελία – και εκβιασμούς. Τους είχαν προσδώσει διάφορα χαρακτηριστικά ονόματα τα οποία παρέμειναν στην κοινωνική μας ιστορία και χρησιμοποιούνται ευρέως και σήμερα, ως στοιχεία κοινωνικής απαξίας. Τους αποκαλούσαν έτσι «κουτσαβάκηδες» απο το όνομα του προκλητικού και φίλερη δεκανέα του ιππικού της οθωνικής περιόδου Δημήτρη Κουτσαβάκη. Ακόμα «μόρτηδες» εκ της γαλλικής λέξεως «mort» που σημαίνει θάνατος, δοθέντος ότι στην διάρκεια επιδημίας χολέρας στην Αθήνα, είχαν αναλάβει εργολαβικά το έργο του νεκροθάφτη !!! Αλλά και «τραμπούκους» όνομα που αποτελούσε την φίρμα κουβανέζικων πούρων «trabucos», τα οποία κερνούσαν-πρόσφεραν οι υποψήφιοι δήμαρχοι της εποχής στα έκνομα αυτά στοιχεία, για να τους υποστηρίξουν προεκλογικά με δυναμικό τρόπο, ασκώντας και τρομοκρατία στο αντίπαλο στρατόπεδο. Όμως με τους «κουτσαβάκηδες» είναι συνδεδεμένο και το παρακάτω χαρακτηριστικό γεγονός που επίσης κατεγράφη στην κοινωνική μας ιστορία. Οι υποψήφιοι δήμαρχοι της εποχής τους επέλεγαν και με βάση την δύναμη της φωνής τους, ώστε να μπορούν να φωνάζουν δυνατά προεκλογικά συνθήματα και να δημιουργούν άερα νίκης. Κάποιοι όμως απο αυτούς τα «κουτσαβάκια», δεν είχαν την δυνατότητα να φωνάζουν δυνατά και έστι δεν επελέγοντο, αφού «δεν έκαναν ούτε για ζήτω» !!! Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν προέκυψε η γνωστή μας φράση «δεν κάνει ούτε για ζήτω».

Σε ότι αφορά την αισθητική τους φυσιογνωμία, τα κουτσαβάκια είχαν ένα ξεχωριστό ντύσιμο και αισθητική, που τους καθιστούσε διακριτούς και προβληματικές φυσιογνωμίες στην ζωή της πόλης. Είχαν μακρύ λιγδωμένο μαλλί, αφέλειες, και μεγάλο στριφτό μουστάκι. Ακόμα φορούσαν μαύρο σακάκι φορώντας μόνο το αριστερό μανίκι, έστι ώστε σε ενδεχόμενο καβγά να μπορούν τάχιστα να αποβάλουν απο πάνω τους το σακάκι. Δεν έφεραν γιλέκο μα παλατύ κόκκινο ζωνάρι μέχρι το στήθος, στο οποίο και έβαζαν τα όπλα τους. Ακόμα φορούσαν κάπελο «καβουράκι» με μαύρη έντονη κορδέλα, δίκην μεγάλου πένθους για κάποιον δικό τους που χάθηκε σε καβγά.  Το παντελόνι τους ήταν φαρδύ στο επάνω μέρος και στενό κάτω και ήταν συνήθως ριγέ χρωματιστό, με έντονα καρέ φανταχτερών χρωμάτων. Τα παπούτσια τους είχαν μύτη μυτερή, αλλά και μεγάλο τακούνι. Κρατούσαν στο χέρι κομπολόϊ και περιδιάβαιναν καθημερινά τους δρόμους της παλαιάς πόλης και της αγοράς με ξεχωριστό περπάτημα, δείχνοντας τάχατες τραυματισμένοι απο κάποιον καβγά και διαρκώς και αδιακρίτως παρενοχλούσαν  την πόλη και όλες τις κοινωνικές ομάδες. Άγριοι ξυλοδαρμοί ακόμα και φόνοι ήταν η αποκομιδή της παρουσίας τους στην Αθήνα. Για τούτο και ήταν επώδυνο εγχείρημα για τους κατοίκους της πόλης, να περάσουν απο την Πλατεία Ηρώων στου Ψυρρή που ήταν το άνδρο των κουτσαβάκηδων. Ωστόσο δύσκολο ήταν και το έργο της αστυνομίας να αντιμετωπίσει τους κουτσαβάκηδες, δοθέντος ότι είχαν ισχυρές πατρωνίες, με το κομματικό και το πολιτικό σύστημα της εποχής, με τις παρεμβάσεις του οποίου αφήνονταν ελεύθεροι.

Ενώ απο την άλλη αρκετές φορές η αστυνομία προσεταιρίζετο κάποιους απο αυτούς, προκειμένου να μπορέσει να συλλάβει άλλους ισχυρότερους. Στην αλγεινή και επικίνδυνη αυτή παρουσία στην πόλη των κουτσαβάκηδων, έδωσε τέλος ένας σκληροτράχηλος και γρανιτένιος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας, ο περίφημος Δημήτριος Μπαϊρακτάρης. Και έτσι αποκαθάρθηκε η πόλη απο την αντοικοινωνική παρουσία τους και μπόρεσαν να γίνουν ανέφελα και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896. Προτού τον Μπαϊρακτάρη είχαν επιχειρήσει ανεπιτυχώς και άλλοι δυο αστυνομικοί διευθυντές να αντιμετωπίσουν την κοινωνική μάστιγα των κουτσαβάκηδων. Ήταν οι Βρατσάνος και Δημητριάδης. Πως όμως κατόρθωσε ο Μπαϊρακτάρης να εξουδετερώσει τα κουτσαβάκια; Πρώτιστο μέλημα του πανούργου αυτού αστυνομικού, ήταν η διαπόμπευση και ο ηθικός εξευτελισμός των επικίνδυνων και περιθωριακών τύπων του Ψυρρή. Ο Μπαραϊκτάρης τους οδηγούσε στην ηθική ταπείνωση, με παρεπόμενο την αναγκαία πλέον απόσυρσή τους απο τον χώρο. Σε πρώτο επίπεδο ο Μπαϊρακτάρης χτύπησε τις πιάτσες, τα καφενεία και τις ταβέρνες που σύχναζαν τα κουτσαβάκια. Χρησιμοποιώντας μια μεγάλη και δυνατή ψαλίδα, τους έκοβε τις αφέλειες στο μαλλί, το αφόρετο μανίκι του σακακιού τους, αλλά και αυτή την χαρακτηριστική μύτη των παπουτσιών τους.

Αλλά ακόμα πιο ατιμωτικά ο Μπαϊρακτάρης εξανάγκαζε το κάθε κουτσαβάκι, με ένα σφυρί να αχρηστέψει μόνο του τα ίδια του τα όπλα, τα «τιμημένα» όπλα !!! Και για όσα κουτσαβάκια αρνούνταν να συμμορφωθούν, υπήρχε μια ακόμα πιο εξευτελιστική τιμωρία. Εδέχοντο τις βουρδουλιές του Μπαραϊκτάρη. Στοιχείο που αποτελούσε τότε το άκρο άωτο της ταπείνωσης και της ηθικής συντριβής, σε αντιδιαστολή με τα «σίδερα της φυλακής, που ήταν για τους λεβέντες», όπως κατέγραφαν τα λαϊκά στιχουργήματα της εποχής. Επίσης τα κατεστραμμένα όπλα εν συνεχεία, τα πωλούσαν για παλιοσίδερα στην Πλατεία Δημοπρατηρίου. Έτσι αφότου ελάμβαναν χώρα όλες αυτές οι ηθικές ταπεινώσεις, τα κουτσαβάκια επέλεγαν την φυλακή για να αποφύγουν και την ηθική απαξία του κόσμου.

Στην περιοχή του Ψυρρή σημειώνουμε ακόμα πως υπήρχαν και πολλές αξιόλογες σε ποιότητα και κοινωνικό κύρος ταβέρνες, τις οποίες επεσκέπτοντο και οι βασιλείς Όθωνας και Γεώργιος ο Α΄. Η συνοικία του Ψυρρή πρωταγωνιστούσε στις εορταστικές εκδηλώσεις της Αποκριάς και απο αυτήν ξεκινούσε η παρέλαση του καρναβαλιού. Ενώ στον πετροπόλεμο που αποτελούσε τότε το πλέον κυρίαρχο καρναβαλίστικο «έθιμο», η περιοχή του Ψυρρή είχε την δική της πολύ αξιόμαχη ομάδα. Όμως άρρηκτα συνδεδεμένος με την συνοικία του Ψυρρή ήταν και ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που για δυο δεκαετίες της ζωής του, διέμενε στου Ψυρρή. Απο το 1886 ο Παπαδιαμάντης διέμενε σε φτωχικά καταλύμματα της περιοχής και μακρό διάστημα αυτής της παρουσίας, σε ένα ταπεινό δωμάτιο της οδού Αριστοφάνους. Σύνδρομη και διαπλαστική άλλωστε αυτής της παρουσίας, υπήρξε και η συγγραφή πολλών διηγημάτων αυτού του αριστοκράτη του πνεύματος και των ελληνικών γραμμάτων στου Ψυρρή. Επιλέγοντας ως κοινωνικό καμβά της δημιουργίας του, τους δρόμους της συνοικίας και ως ήρωές του χαρακτηριστικούς κατοίκους της περιοχής, που τους μετέπλαθε με την ακαταγώνιστη ηθική δύναμη της γραφίδας του, σε κορυφαίες δραματικές προσωπικότητες.

Με την έκσπαση της μικρασιατικής τραγωδίας και την μαζική συνέρρευση των προσφύγων στην Αθήνα, πολλοί ξεριζωμένοι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στου Ψυρρή. Ενώ και τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου σπαραγμού, αποτύπωσαν ανεξάλειπτα το στίγμα τους στην συνοικία του Ψυρρή. Έλαβαν χώρα φονικές μάχες και χύθηκε αδελφικό αίμα. Απο την δεκαετία του 1980 και εντεύθεν, η συνοικία του Ψυρρή άλλαξε άρδην την κοινωνική της φυσιογνωμία. Μεταφέρθηκαν αλλού ή και έκλεισαν ολοσχερώς τα εργαστήρια και οι βιοτεχνίες που προσέδιδαν εμπορικό χαρακτήρα  στην συνοικία και με την δημιουργία πλήθους υψηλής ποιότητας καφέ, ρέστωραν και μπάρ, η περιοχή του Ψυρρή αναδείχτηκε σε κεντρικό κοσμικό στέκι της Αθήνας. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι στην συνοικία υφίστανται μερικές απο τις πιο παλιές εκκλησίες της Αθήνας. Όπως η εκκλησία του Χριστού του Κοπίδη ή Χρηστοκοπίδη επι της οδού Χρηστοκοπίδη, η οποία είναι αφιερωμένη στην γέννηση του Χριστού και ανηγέρθη σε χώρο που προϋφίστατο άλλη εκκλησία. Ο ναός ήταν της ιδιοκτησίας Κοπίδη και κατά πως αναφέρει ο αθηναιογράφος Δημήτης Καμπούρογλου, το όνομα «Χρηστοκοπίδης» συναιρεί το όνομα του Χριστού, με το όνομα της οικογένειας Κοπίδη. Και η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, επι της Πλατείας Αγίων Αναργύρων, μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας, η οποία υπέστη μεγάλες ζημιές κατά την επανάσταση και επισκευάστηκε το 1832.

Όμως το 1908 νέες αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις στην εκκλησία, αλλοτρίωσαν την φυσιογνωμία της. Στον αύλειο χώρο των Αγίων Αναργύρων είναι ενταφιασμένοι οι αγωνιστές της εθνεγερσίας αδελφοί Σαρρή και Παναγής Κτενάς. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός, ότι σε ένα κελί της εκκλησίας έζησε ένα διάστημα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ακόμα υπάρχει η εκκλησία της Αγίας Παρασκευ-ής απέναντι απο την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, επι των οδών Λεπενιώτου και Αγ. Αναργύρων. Ο ναός ανηγέρθη το 1935 σε θέση που προϋφίστατο παλαιότερα άλλη του ιδίου ονόματος εκκλησία και που καταστράφηκε κατά την διάρκεια του αγώνα της εθνεγερσίας. Επίσης η μικρή εκκλησίτσα Άγιος Αθανάσιος-Αιγινίτικο Μετόχι, ευρίσκεται επι της οδού Αριστοφάνους 32 και συνιστά μικρή δίκλιτη βασιλική. Ο Άγιος Δημήτριος, ο νέος, επι της οδού Αγίου Δημητρίου, που ανηγέρθη το 1845 στον χώρο προϋφιστάμενου ναού του 17-ου αιώνα. Το επίθετο νέος μάλλον προσεδόθη κατά τον Δημήτριο Καμπούρογλου, για την πρωτόγνωρη για την Αθήνα παράσταση του Αγίου Δημητρίου, ως «νεανία ειρηνικού». Ακόμα υφίστατο η πλέον κατεδαφισμένη εκκλησία της Αγίας Θέκλας ή Αγία του Οικονόμου, στην διασταύρωση των οδών Ερμού και Αγίας Θέκλας, πρός τιμήν της Αθηναίας Αγίας Θέκλας ή Αγαθόκλειας, που ήταν μάρτυρας των Αθηνών. Εθεωρείτο ο ναός της Αγίας Θέκλας μια εκ των παλαιοτέρων εκκλησιών του Ψυρρή. Υπέστη σοβαρότατες ζημιές στα χρόνια της επανάστασης και τελικά γκρεμίστηκε το 1848.

Πλατεία Ηρώων

Η Πλατεία Ηρώων συνιστά μια απο τις αρχαιότερες πλατείες των Αθηνών και αποτελεί όπως προαναφέραμε με την μακραίωνη κοινωνική της ιστορία, κομβικό στοιχείο της ταυτότητας της συνοικίας του Ψυρρή. Ήταν το άνδρο και ορμητήριο των κουτσαβάκηδων, οι οποίοι συνιστούσαν το φόβο και τον τρόμο της πόλης. Η πλατεία οριοθετείται χωροταξικά στο τέρμα της οδού Μιαούλη, η οποία εκκινά με την σειρά της απο την Πλατεία Μοναστηρακίου. Η Πλατεία χαράκτηκε στα χρόνια Δημαρχίας του Κ. Γαλάτη (1855-1857). Στον χώρο της υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου του Ψυρρή, η οποία κατεδαφίστηκε τι 1856. Επρόκειτο για μια μικρή εκκλησία, ιδιοκτησίας του ίδιου του Ψυρρή, απο τον οποίο όπως προαναφέραμε ονοματοδοτήθηκε η συνοικία. Περιμετρικά της εκκλησίας υπήρχε μεγάλος αύλειος χώρος, ενώ κοντά του υπήρχε και βρύση, που επίσης έφερε το όνομα του ιδιοκτήτη Ψυρρή. Στα μεταπελευθερωτικά χρόνια απο τους Τούρκους, η εκκλησία είχε και χαρακτήρα σχολείου. Την δεκαετία του 1860 ο Δήμος Αθηναίων έκανε ανάπλαση του χώρου και μάλιστα το 1884 εδόθη στην Πλατεία πρός τιμήν των ηρώων της επανάστασης του ΄21, το όνομα «Πλατεία Ηρώων». Στα χρόνια του αγώνα της εθνεγερσίας η Πλατεία υπήρξε ο χώρος συνάντησης των αγωνιστών της Αθήνας. Πάραυτα οι ίδιοι αυτοί αγωνιστές του ΄21, που σήκωσαν στους ώμους τους το βάρος της απελευθέρωσης της πατρίδας, θα βρεθούν ξανά στον ίδιο χώρο ως πλανόδιοι πωλητές και άνεργοι !!! κάνοντας μικροδουλειές για να επιβιώσουν. Οι κυβερνήσεις που ανέλαβαν μετά την απελευθέρωση, πολύ γρήγορα είχαν ξεχάσει τους ήρωές μας και τους περιφρονούσαν βαριά !!! Δυστυχώς όπως θα δούμε και σε άλλους αγώνες του έθνους, η ηθική μνήμη της ελληνικής πολιτείας ήταν πολύ κοντή. Αλοίμονο, έτσι αντάμοιβε πάντα η πατρίδα τα παιδιά της !!! Στα χρόνια του μεσοπολέμου, στην πλατεία οικοδομήθηκε κτίριο για την στέγαση των δημοτικών ιατρείων, το οποίο υφίσταται μέχρι τα σήμερα. Όμως η Πλατεία Ηρώων στου Ψυρρή, είναι συνδεδεμένη και με ένα σημαντικό γεγονός της κοινωνικής μας ιστορίας που είχε σοβαρές πολτικές προεκτάσεις και διπλωματικές παρενέργειες για την χώρα. Πρόκειται για το περίφημο «Επεισόδιο Πατσίφικο».

Ειδικότερα στις 4 Απριλίου του 1849, δεύτερη μέρα του Πάσχα, οι κάτοικοι του Ψυρρή, αλλά και οι γύρω συνοικίες που συνέρρεαν στην Πλατεία, επιχείρησαν να κάψουν τον «Ιούδα», έθιμο που ελάμβανε χώρα σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας. Ο Ιούδας ήταν ένα αχυρένιο ομείωμα ντυμένο με ρούχα, στο οποίο είχαν τοποθετήσει βαρελότα και άλλα πασχαλιάτικα εκρηκτικά. Συνήθως σήκωναν τον Ιούδα με σχοινί απο το καμπαναριό της εκκλησίας και του έβαζαν φωτιά, μέχρι να καεί ολόκληρο το ομοίωμα με εκκωφαντικό τρόπο, απο το τελευταίο μεγαλύτερης ισχύος βαρελότο, που έκοβε και το σχοινί απο το καμπαναριό, οπότε το πλήθος ξεσπούσε σε χειροκροτήματα. Το κάψιμο του Ιούδα συμβόλιζε τον εξαγνισμό και την απελευθέρωση του έθνους απο το έρεβος της οθωμανικής δουλείας, που το ομοίωμα υποστασιοποιούσε. Όλε οι συνοικίες της Αθήνας τότε έκαιγαν τον Ιούδα τους και έκαναν μάλιστα και ανταγωνισμό πια συνοικία θα κατασκευάσει το πιο «όμορφο» και επιβλητικό ομοίωμα. Οι συνοικίες συνήθως της Πλάκας και του Ψυρρή, είχαν τα πρωτεία για τον καλύτερο Ιούδα. Όμως την χρονιά αυτή και προκειμένου να μην προκληθεί ο βαρώνος Ρότσιλντ της ακολουθίας του Όθωνα, η αστυνομία απαγόρευσε το κάψιμο του Ιούδα – σε άλλες πόλεις της Ελλαδος όπως και στην γενέτειά μου Γαστούνη της Ηλείας, που το κάψιμο του ομοιώματος κάνει πατροπαράδοτα η οικογένεια των κουμπάρων μου αφών Ιωαν. Ανδρικάκη, το ομοίωμα το αποκαλούν και «Αράπη». Το αποτέλεσμα ήταν το πλήθος να εξαγριωθεί, πολλώ μάλλον που έτρεφε αισθήματα αφόρητου μίσους για τους αυλικούς συμβούλους του Όθωνα.

Έτσι ο κόσμος έντονα φανατισμένος για την απαγόρευση εστράφη εναντίον της οικίας του ισπανού – εβραϊκής καταγωγής, Άγγλου υπήκοου Δον Πατίσφικο, η οποία ευρίσκετο επι της οδού Καραϊσκάκη και βανδάλισε ότι υπήρχε στην οικία, κάνοντάς τα στην κυριολεξία γής μαδιάμ. Ο Δόν Πατσίφικο κατόρθωσε να διαφύγει  και να σώσει την ζωή του. Όμως οι Άγγλοι εξοργίστηκαν για τα γεγονότα και ζήτησαν πρωτίστως ηθική και βεβαίως παράλογη και προκλητική οικονομική αποζημίωση, για τα μεγάλης τάχα αξίας κειμήλια, που υπήρχαν στην οικία και κατεστράφησαν. Μάλιστα ο πρέσβης της Αγγλίας Ουάις, με πολύ επιτακτικό τρόπο πίεζε την ελληνική κυβέρνηση για την ικανοποίηση του Δόν Πατίσφικο. Και η πίεσή του αυτή πέραν κάθε δεοντολογίας σε επίπεδο διπλωματίας, θα κορυφωθεί με τον αποκλεισμό του λιμένος Περαιώς απο αγλλική μοίρα υπο την διοίκηση του ναυάρχου Πάρκερ. Για τούτο εξάλλο το επεισόδιο έλαβε το όνομα «επεισόδιο Πατσίφικο» και ο αποκλεισμός του Πειραιώς «Παρκερικά». Εκτενή άλλωστε αναφορά κάνουμε στο γεγονός, στο βιβλίο μας «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέας Ελλάδος», Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, Εκδόσεις «Τάλως Φ.», Αθήνα, 2013. Ο βασιλιάς Όθων κράτησε σθεναρή στάση υψηλής πολιτικής αξιοπρέπειας και αντεστάθη δυναμικά στην προσβλητική και ταπεινωτική συμπεριφορά των Άγγλων. Όμως χρόνια πριν είχε φθαρεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού, ιδίως για την αδυναμία του να ελέγξει έναν εσμό συμβούλων και αυλικών του, που είχαν γίνει απο τον ελληνικό λαό λαομίσητοι. Έτσι κατά τραγική ειρωνεία λίγο μετά τα «Παρκερικά» καθαιρέθη απο το στέμμα της Ελλάδος. Την περίοδο δηλαδή που είχε εκδηλώσει τα καλύτερα των αισθημάτων του για τον ελληνικό λαό. Έτσι όμως είχε γράψει η ιστορία τα γεγονότα, με τις περίεργες και απρόβλεπτες τροπές της και ποιός μπορούσε να της «αντισταθεί»… Σε ότι αφορά τώρα το έθιμο του καψίματος του Ιούδα, αυτό συνεχίζονταν απρόσκοπτα στην Αθήνα, μέχρι το 1886. Ενώ σε πολλά μέρη της υπόλοιπης Ελλάδος, όπως στην γενέτειρά μου Γαστούνη, συνεχίζεται ακόμη.

Μπακάλικο του Καχριμάνη

Ευρίσκετο στο ισόγειο διώροφης κατοικίας της πρώτης οθωνικής περιόδου. Το μπακάλικο αυτό έγινε γνωστό και πέρασε στην κοινωνική μας ιστορία, ως στέκι του «Αγίου» των ελληνικών γραμμάτων Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο οποίος όταν έμενε στην συνοικία του Ψυρρή, το είχε καταστήσει καθημερινό του στέκι.

Οικία Ι. Καρατζά

Η συνοικία του Ψυρρή και ειδικώτερα η οδός  Σαρρή, στα μεταεπαναστα-τικά χρόνια υπήρξε χώρος διαμονής επιφανών Αθηναίων. Σ΄αυτούς συγκα-ταλέγετο και ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Καρατζάς, που διέμενε στην Σαρρή, μέχρι να αποπερατωθεί το αρχοντικό του στην Πλατεία Ελευθερίας. Στην οικία αυτή της οδού Σαρρή, απο το 1836 μέχρι 1852 φιλοξενήθηκε το Κολέγιο – Σχολείο Θηλέων της Charlotte Volmerange. Το Κολέγιο συνεστή-θη στις αρχές της δεκαετίας του 1830 στο Ναύπλιο και απο το 1836 μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Η γαλλικής καταγωγής Σ. Βολμεράνζ διέμενε για μακρό χρονικό διάστημα στην Ρωσία, όπου και εξεπαίδευε κορίτσια της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Το σπίτι μεθύστερα πέρασε στην ιδιοκτησία του εκδότη Κωνσταντίνου Γκαρμπολά. Κατόπιν εγκαταλείφθηκε για να φιλοξενήσει αργότερα τις φυλακές Γκαρπολά. Αξίζει να σημειωθεί ότι κρατούμενος των φυλακών αυτών, υπήρξε ο μεγάλος μας πολιτικός μεταρρυθμιστής και πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης. Ο λόγος ήταν η δημοσίευση του ρηξικέλευθου άρθρου του «Τις πταίει» που αποτελούσε ένα δριμύ κατηγορώ στο φθαρμένο πολιτικό σύστημα της εποχής, στην εφημερίδα «Καιροί» του Πέτρου Κανελλίδη. Ομως στις φυλακές αυτές αργότερα θα φυλακιστεί και ο διαβόητος έμπορος όπλων Βασίλειος Ζαχάρωφ (1849-1936), κατηγορηθείς για πλαστογραφία στο Λονδίνο.

Τυπογραφείο «Εμπρός»

Επι της οδού Ρήγα Παλαμήδη 2, ευρίσκετο το τυπογραφείο της πρωτοπόρου για τον ελληνικό τύπο και την δημοσιογραφία μας εφημερδας «Εμπρός», την οποία είχε ιδρύσει και διηύθυνε ο εμπνευ-σμένος και εύτολμος εκδότης Δημήτριος Καλαποθάκης (1862-1921). Διαβλέποντας τις εξελίξεις, αλλά και μεγάλος οραματιστής συνάμα στο πεδίο του τύπου ο Καλαποθάκης, εισήγε απο το εξωτερικό τις πρώτες λινοτυπικές μηχανές στην Ελλάδα. Για 25 ολόκληρα χρόνια ο Καλαποθάκης διατηρούσε την πρωτοκαθεδρία στον ελληνικό τύπο. Το 1945 το φύλλο επανεξεδόθη σε νέα μορφή, εβδομαδιαίας κυκλοφορίας, απο τον γιό του ιδρυτή της εφημερίδας Δημήτρη Καλαποθάκη, Αλκιβιάδη Καλαποθάκη.

Σιγά σιγά όμως η εφημερίδα έχανε εκδοτικό έδαφος και στα χρόνια της Απριλιανής δικτατορίας, απεσύρθη οριστικά απο το αθηναϊκό πρακτορείο. Έκτοτε με το κλείσιμο της εφημερίδας, το κτίριο στέγαζε τον θεατρικό οργανισμό «Μορφές».

Οικία Δ. Οριγώνη

Ευρίσκεται επι της οδού Αγίας Ελεούσης 5, η οικία Οριγώνη και αποτελούσε ιδιοκτησία του επιφα-νούς φιλέλληνα Δομένικου Οριγώνη απο το Αιάκιο της Κορσικής. Στην ιδιοκτησία του είχε περάσει κατόπιν αγοράς απο τούρκο αξιωματούχο. Το κτίριο είχε διαχωριστεί σε δυο τμήματα. Στο ένα τμήμα κατοικούσαν οι οικογένειες Οριγώνη και Τράϊμπερ, δοθέντος ότι ο Τράϊμπερ ήταν γαμπρός του Οριγώνη-είχε νυμφευτεί την κόρη του. Και στο άλλο τμήμα διέμενε ο βασιλεύς Όθων, όταν πρωτοήλθε στην Αθήνα. Πρωτοποριακά σχεδιασμένο το κτίριο και με ποικίλες παροχές για την  εποχή του, διέθετε λουτρά, αλλά και όμορφες αισθητικά αυλές με καμάρες.

Το σπίτι της κόρης των Αθηνών

Επρόκειτο για αρχοντικό, μεγαλοπρεπές διώροφο κτίριο της οικογένειας Μακρή, που ευρίσκετο στην οδό Αγίας Θέκλας, τότε «Αγυϊάς». Ο Προκόπης Μακρής και πατέρας της κόρης των Αθηνών, υπήρξε κοινωνικά επιφανής Αθηναίος και υποπρόξενος της Αγγλίας στην Αθήνα, φέροντας το παρατσούκλι «κόνσουλας», ήτοι σύμβουλος. Με τον θανατό του, η χήρα του με τις τρείς πανέμορφες κόρες του για να αναπεξέλθουν οικονομικά, νοίκιαζαν δωμάτια της πολυτελούς κατοικίας τους, σε ξένους περιηγητές. Το όλο οικοδόμημα αποτελείτο απο δυο επιμέρους κτίσματα, τα οποία και επικοινωνού-σαν μεταξύ τους. Αφενός μεν στο ένα κτίσμα διέμενε η οικογένεια, αφετέρου το άλλο ενοικιάζετο σε επισκέπτες. Επιφανέστερος όλων των επισκεπτών του σπιτιού, ήταν ο λαμπρός ποιητής και φιλέλληνας Λόρδος Μπάιρον. Απο τον Δεκέμβριο του 1809 μέχρι και τον Μάρτιο του 1810. Πιο όμοφη και πιο χαριτωμένη απο τις τρείς κόρες Μακρή, η Τερέζα Μακρή. Ήταν δεκατριών ετών όταν ο Μπάιρον επισκέφθηκε το σπίτι τους και συγκινήθηκε απο την ομορφιά της. Θαμπωμένος απο την εκστατική ομορφιά της νεαρής, ο Λόρδος Μπάιρον έγραψε για αυτήν το ποίημα του «Η κόρη των Αθηνών». Μετά απο χρόνια η Αθηναία καλονή, θα παντρευτεί τον άγγλο πρόξενο στην Αθήνα Ιάκωβο Μπλάκ. Όμως η κόρη των Αθηνών αποτέλεσε και μουσική σύνθεση του Ch. Gounod, ο οποίος την παρουσίασε το 1872 στην Αθήνα. Μοίρα τραγική αυτή όμως η πανέμορφη και μεγαλοαστικής καταγωγής γυναίκα, που είχε σημαδέψει ανεξίτηλα την κοινωνική ιστορία της Αθήνας, στην δύση της ζωής της περιέπεσε σε οικονομική ένδεια. Και για να επιβιώσει την συνέδραμαν με εράνους. Απεβίωσε δυστυχι-σμένη το 1875. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σπίτι του Λονδίνου, υπάρχει και μια μπούκλα απο τα μαλλιά της, που την είχε προσφέρει δείγμα αγάπης στον Λόρδο Μπάϊρον. Ενώ στο Μουσείο Μπενάκη υπάρχει το φεσάκι, της τραγικής αυτής καλονής των Αθηνών. Φαίνεται όμως πως ήταν γραπτό και η άλλη αδελφή της Τερέζας  Μαριάννα, να εμπνεύσει έναν μεγάλο έρωτα. Την είχε ερωτευθεί σφόδρα ένας νεαρός Άγγλος αστός, ο οποίος είχε επισκεφθεί τότε την Ελλάδα το 1871, ο Χένρι Ουίττινγκτον. Όμως ο πατέρας του Ουίττινγκτον αρνείτο πεισματικά να δώσει την έγκρισή του για τον γάμο των δυο ερωτευμένων. Εν τέλει ο νεαρός επιστρέφοντας στην Αγγλία κατόρθωσε μετά μυρίων βασάνων, να κάμψει τις αντιστάσεις του πατέρα του. Έτσι διψασμένος για την αγάπη της Μαριάννας, πήρε το πρώτο καράβι για την Ελλάδα. Μοίρα τραγική όμως το καράβι ναυάγησε και δεν βρέθηκαν ποτέ τα ίχνη του νεαρού-τραγικού Άγγλου. Ήταν όπως πιο τυχερή στην ζωή η τρίτη αδελφή Κατίγκω Μακρή. Ενυμφεύθη τον αρχαιολόγο απο την Αθήνα Κυριάκο Πιττάκη (1798-1863). Το ιστορικό σπίτι της οικογένειας Μακρή, που τόσα μείζονα κοινωνικά γεγονότα είχαν διαδραματιστεί σ΄αυτό, διεσώθη μέσα στην φωτιά της ελληνικής επανάστασης. Ωστόσο μοιραία απο την μή ύπαρξη κληρονόμων ερειπώθηκε. Εν τέλει την δεκατία του 1970 το σπίτι γκρεμίσθηκε.

Παλαιό Κακουργοδικείο

Ευρίσκεται στην διασταύρωση των οδών Αγίας Ελεούσης 4 και Κακουργοδικείου. Συνίσταται σε ένα διώροφο των χρόνων 1835-37 περιλαμβάντοντας ακόμα ένα τμήμα του ναού της Αγίας Ελεούσης. Μη υπάρχοντος άλλου προσφερομένου κτιρίου στον χώρο, στεγάστηκε το πρώτο Κακουργοδικείο της Αθήνας. Πιθανολογείαι ότι είναι έργο του αρχιτέκτονα Χρ. Χάνσεν. Μετέπειτα στεγάστηκε στο κτίριο αστυνομικός σταθμός, ενώ φιλοξένησε και άλλες χρήσεις. Όταν η Αγία Ελεούσα αποτελούσε ενοριακή εκκλησία του Ψυρρή, σ΄αυτήν είχαν γίνει τα βαπτίσια της περίφημης κόρης των Αθηνών Τερέζας Μακρή και είχε συνάμα ταφεί και ο πατέρας της. Κατά τον σπουδαίο αθηναιογράφο Δημή-τριο Καμπούρογλου, στην εκκλησία της Αγίας Ελεούσης είχε ενταφιαστεί ο Αθηναίος πατριάρχης Ιεροσολύμων Παρθένιος ο Γερένης, ο οποίος απεβίωσε το 1770. Το κτίριο πέρασε στην ιδιοκτησία της εκκλησίας το 1955. Έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο ως ιστορικό μνημείο και επίκειται η συντή-ρησή του.

Μοναστηράκι

Αποτελώντας το κέντρο του μικρεμπορίου, με αγορά χιλιάδων προϊόντων που παραπέμπουν στην παραδοσιακή κοινωνική οικονομία, αλλά και έχοντας την ιερή αύρα απο τον γύρο χώρο της Ακρόπολης, το Μοναστηράκι συνιστά μια ξεχωριστή σε χρώμα συνοικία της αγαπημένης μας Αθήνας. Τα χρώματα, τα αρώματα και οι μυρουδιές, απο τα λογής λογής πράγματα που μπορεί να αγοράσει εκεί κανείς, αλλά και η διασταύρωση χιλιάδων ανθρώπων, με διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες και κουλτούρες, του προσδίδουν έναν αέρα ανατολής. Είναι μια μικρογραφία θα λέγαμε των παλιών ανατολίτικών παζαριών. Στα χνάρια του μπολιάστηκαν το πολιτισμικό ήθος της Ορθοδοξίας, με το φωτοβόλο αρχαιοελληνικό πνεύμα και προσέδωσαν στη  ταυτότητα της Αθήνας μας, μια σπάνια πολιτισμική ιδιοτυπία. Η περιοχή του Μοναστηρακίου εκτείνεται στην γνωστή μας εκλλησία του, που είναι το κεντρικό σημείο αναφοράς της περιοχής. Ονοματοδοτήθηκε έστι απο το περίφημο Μοναστήρι της Παντάνασσας, που υπήρχε στην συνοικία τον 19-ο αιώνα. Προοδευτικά στο χρόνο όμως το Μοναστήρι έχασε την περιουσία και την κοινωνική του αίγλη και περιορίστηκε στον χαρακτήρα ένα μικρού Μοναστηρίου. Εξού και το όνομα Μοναστηράκι, στα χρόνια του βασιλέως του Γεωργίου του Α΄. Απο το πανέμορφο και παντοδύναμο παλιά μοναστήρι, διασώζεται μόνον η γνωστή μας εκκλησία της Πλατείας. Όπως προαναφέραμε η συνοικία εχει γίνει συνώνυμο με το μικρεμπόριο και την εξεύρεση σπανίων μεταχειρισμένων αντικειμένων. Απο έπιπλα, σιδηρικά εργαλεία και οικιακά σκεύη παλιών δεκαετιών, όπως χαλκώματα και τετζέρια, μέχρι πέταλα και στεφάνια για βαρέλια κρασιού. Οι δυο κεντρικές αρτηρίες της συνοικίας είναι η οδός Ηφαίστου και η οδός Πανδρόσου. Όπως πιθανολογεί ο αναγνώστης απο το όνομα του θεού του σιδήρου Ηφαίστου, στην οδό Ηφαίστου ήταν μαζεμένα τα σιδηρουργεία της παλιάς Αθήνας. Επονομαζόμενα κατ΄ άλλο τρόπο και «γύφτικα», όνομα με το οποίο επίσης αναφέρονταν η βόρεια της εκκλησίας των Αγ. Ασωμάτων γειτονιά, στην οποία υπήρχε και η γύφτικη πόρτα του τείχους του Χασεκή. Η οδός Πανδρόσου απο την άλλη αποτελούσε την κεντρική οδό του παζαριού, στα χρόνια της τουρκο-κρατίας. Παράλληλα έφερε και το όνομα «αμπατζήδικα» απο το εμπόριο των αμπάδων που γίνο-νταν, αλλά και «τσαρουχάδικα» απο τα ευρισκόμενα εκεί εργαστήρια παραδοσιακών τσαρουχιών.

Πλατεία Μοναστηρακίου

Οφείλει το όνομά της στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που υφίσταται στο κέντρο της Πλατείας. Στον μεγάλο αύλειο χώρο που υπάρχει σήμερα στην Πλατεία πέριξ της εκκλησίας, την περίοδο αιχμής του Μοναστηρίου τον 19-ο αιώνα υπήρχαν τα βοηθητικά κτίρια του Μοναστηρίου της Παναγίας της Παντάνασσας. Στον ίδο χώρο βρίσκεται και ο  σταθμός του ηλεκτρικού σιδηρόδρο-μου Αθηνών- Πειραιώς, που υπήρξε απο τα αρχιτεκτονικά στολίδια της πολιτισμικής ταυτότητας της Αθήνας και οικοδομήθηκε το 1895. Εγγύτερα ακόμα της Πλατείας την περίοδο της τουρκοκρατίας υπήρχε και μια κρήνη, επονομαζόμενη και «κρήνη του κάτω παζαριού», «Κάτω συντριβάνι». Την κρήνη είχε δωρήσει στην Αθήνα ο βοεβόδας Τζισταράκης. Αποτελείτο απο τέσσερις κρουνούς, απο τους οποίους έρρε αδιάλειπτα νερό. Ακόμα δίπλα στην κρήνη υπήρχαν καθίσματα για να κάθονται και να ξεκουράζονται οι Τούρκοι αγάδες. Σημειώνουμε ότι η Πλατεία Μοναστηρακίου είχε πολιτο-γραφηθεί και με άλλα ονόματα όπως πλατεία «Αδριανού» δοθέντος ότι ήταν όμορη με την βιβλιο-θήκη του Αδριανού, «της παλαιάς στρατώνας», «των αμαξών» ή «στις καρότσες». Εκ του γεγονότος ότι στα τέλη του 19-ου αιώνα στην διασταύρωση των οδών Ερμού και Αθήνας, είχε δημιουργηθεί στάση – «πιάτσα» για τα ιππήλατα οχήματα «σούστες» και αραμπάδες. Ακόμα στην Πλατεία Μοναστηρακίου ελάμβαναν χώρα λαϊκά θεάματα, όπως παραστάσεις με ακροβατικά, ταχυδακτυ-λουργούς και θαυματοποιούς. Στα δίσεκτα χρόνια της κατοχικής περιόδου, στην πλατεία ελάμβαναν χώρα συσσίτια, ενώ την πλατεία Μοναστηρακίου είχαν ως ορμητήριο και πολλοί βιοπαλαιστές, όπως λούστροι, πλανόδιοι μικροπωλητές και άλλοι.

Παντάνασσα Μοναστηράκι

Συνιστά αδιαμφισβήτητα απο τις πιο γνωστές εκκλησίες της Αθήνας μας. Ως πρός την αρχιτεκτονική της, αποτελεί τρίκλιτη καμαροσκεπής βασιλική του 10-ου αιώνα. Υπήρξε το καθολικό της γυναικείας Μονής της Παντάνασσας η οποία ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Αξίζει να σημειώσουμε εμφατικά ότι η Μονή τότε πρωτοστάτησε στην οικιακή οικονομία με την πολυεδρική της δραστηριότητα στην υφαντουργία, τα πλεκτά και άλλες δραστηριότητες. Με την μεγάλη εξάλλου παραγωγή που είχε στα υφαντά, προμήθευε κεντρικά το παζάρι. Ως πρός το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής και κατά τον Δ. Καμπούρογλου στα 1678 σύμφωνα με πατριαρχικό «συγγίλιο» η μονή υπήγετο στην ιδιοκτησία του Νικολάου Μπονεφάτση, ο οποίος με την σειρά του την δώρισε στην Μονή Καισαριανής, της οποίας η Παντάνασσα αποτελούσε Μετόχι. Στα χρόνια εκείνα η ηθική αίγλη και η κοινωνικοοικονομική δύναμη του Μοναστηρίου απογιειώθηκε. Υπάχει μια εκτίμηση ότι στο Μοναστήρι της Παντάνασσας έκλειναν μοναχές που είχαν παραστρατήσει και της εξανάγκαζαν σε εργασία στους αργαλειούς για να τις συνετίσουν. Σημεινώνουμε ακόμα ότι τα κελιά του Μοναστηριού υπήρξαν χώρος κοινωνικής θαλπωρής και προστασίας για αδύναμες γυναίκες και εγκαταλελειμμένες μητέρες, που έδιναν και αυτές χείρα βοηθείας στα εργαστήρια υφαντουργίας του Μοναστηρίου. Όμως η επίλευση του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου τον 20-ο αιώνα στάθηκε μοιραία για τα κτίσματα της Μονής. Κατεδαφίστηκαν όλα με εξαίρεση της εκκλησίας, για να αναγερθεί το κτίριο του σταθμού. Με την πάροδο του χρόνου έγιναν αισθητικές παρεμβάσεις στον ναό, που αλοίωσαν την αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία. Πάραυτα σχετικά πρόσφατα έλαβε χώρα αποκατάσταση του ναού.

Τζαμί του Τζισταράκι

Ευρίσκεται επι της οδού Άρεως 1 και είναι αυτή την στιγμή το μοναδικό τζαμί στην Αθήνα, που είναι επισκέψιμο. Στον κόσμο αναφέρονταν σαν «του κάτω συντριβανιού» απο το συντριβάνι που υφίστατο δίπλα του, ακόμα με το όνομα σαν «του κάτω παζαριού», προφανώς απο το όνομα της Πλαιάς Αγοράς της Αθήνας, που έφτανε γεωγραφικά μέχρι το τζαμί, αλλά επίσης και με το όνομα «κουσουνού τζαμί». Ανηγέρθη το τζαμί το 1759 απο τον βοεβόδα Μουσταφά Αγά –Τζισταράκι κατά πως αμαφέρεται στην είσοδό του. Πάραυτα ο Τζισταράκης προκειμένου να οικοδομήσει το τζαμί προέβη σε μια παρασπονδία, για την οποία τιμωρήθηκε αυστηρά με την καθάιρεση απο το αξιωμά του. Συγκεκριμένα για να προμηθευτεί ασβέστη γκρέμισε έναν απο τους στύλους του Ολυμπίου Διός. Όμως οι Τούρκοι ήταν αυστηρώς αντίθετοι με την καταστροφή και μετακίνηση αρχαίων μνημείων και εξέλαβαν την ενέργεια αυτή ως ιεροσυλία και πρόξενο «θανάτου». Η δοξασία τους για τον θάνατο εξεπήγαζε απο την σκέψη, ότι μια πράξη προσβολής των μνημείων απελευθέρωνε δυνάμεις απο τα βάθη της γής, που με την σειρά τους έφεραν συμφορές. Μποίρα τραγική όμως την χρονιά που ο Τζισταράκης κατέστρεψε τον κίονα του Ολυμπίου Διός, εμφανίστηκε στην Αθήνα πανώλη !!! και οι Τούρκοι ευθέως την απέδωσαν στην ιεροσυλία του Τζισταράκη. Στα χρόνια του αγώνα της εθνεγερσίας το τζαμί αποτέλεσε και χώρο συνεύρεσης των μελών της κοινότητας. Ενώ με την ίδρυση του αρτιγέννητου ελληνικού κράτους, το τζαμί μετασκευάζονταν κατά καιρούς  σε στρατώνα αποθήκη και φυλακή. Αφότου αφίχθη ο βασιλεύς Όθων στην Ελλάδα, κατά την δεύτερη επίσκεψή του στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1834, παρετέθη πρός τιμήν του δεξίωση στο τζαμί. Στα 1915 έγινε αρχιτεκτονική παρέμβαση αναστήλωσης απο τον Αν. Ορλάνδο. Ενώ την μακρά περίοδο 1918-1973 το τζαμί φιλοξένησε το «Μουσείο των Ελληνικών Χειροτεχνημάτων» που συνεστήθη τότε. Απο το 1923 μάλιστα έφερε το όνομα «Εθνικόν Μουσείον Κοσμητικών Τεχνών». Στις μέρες μας το τζαμί  του Τζισταράκη αποτελεί παράρτημα του «Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης» και ειδικώτερα ως Μουσείο Παραδοσιακής Κεραμεικής», φιλοξενώντας απο το 1975 την Συλλογή Λαϊκής Κεραμεικής του Β. Κυριαζόπουλου, η οποία περιλαμβάνει 800 περίπου κεραμεικά του 19-ου και του 20-ου αιώνα. Ένα ξεχωριστό ακόμα γεγονός είναι συνδεδεμένο με την σύγχρονη ιστορία του τζαμιού. Στα 1966 ο χώρος του υπεδέχθη τον έκπτωτο Σαουδάραβα βασιλιά Ιμπν Σαούντ, προκειμένου να προσευχηθεί σ΄αυτό. Το ζαμί δυστυχώς το 1981 υπέστη μεγάλες στατικές βλάβες απο τον καταστρε-πτικό σεισμό, οι οποίες όμως απεκατάστάθηκαν στο έπακρο. Από το 1991 ξαναλειτούργησε ως «Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης».

Πλατεία Αβησσυνίας

Είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της ταυτότητας του Μοναστηρακίου και υφίσταται μεταξύ των οδών Ερμού, Ηφαίστου και Αγίου Φιλίππου. Προφανώς το όνομα Αβησσυνίας το έλαβε απο Αιθίοπες κατοίκους της, δοθέντος ότι Αβησσυνία λέγεται η Αιθιοποία. Χωροταξικά η πλατεία χαράκτηκε το 1860 και αποτέλεσε το κεντρικό σημείο παζαριού των μεταχειρισμένων ειδών, το οποίο είχε μεταφερθεί στην Πλατεία Αβησσυνίας, απο την Πλατεία Δημοπρατηρίου το 1910. Περισσότερο γνωστή όμως έγινε η Πλατεία με το όνομα «Γιουσουρούμ», απο το όνομα του εβραϊκής καταγωγής παλαιοπώλη Ηλία Γιουσουρούμ, ο οποίος πρωτολειτούργησε στα τέλη του 10-ου αιώνα παλαιοπω-λείο. Ο Γιουσουρούμ ακόμα ως δαιμόνιος έμπορος πρωτοστάτησε το 1914 στην ίδρυση σωματείου Παλαιοπωλών, του οποίου και υπήρξε σημαίνον στέλεχος. Αλλά και με άλλες ακόμα ονοματοδοσίες συναντάμε την Πλατεία. Φέρει έτσι το όνομα «Παλιατζίδικα». Η γειτονιά περιμετρικά της Πλατείας και με κατεύθυνση την οδό Ερμού απεκαλείτο μέχρι το 1875 «Μαγγανάρια», απο τους μαγγανάρη-δες τεχνίτες επεξεργασίας της μετάξης. Επίσης στην δυτική πλευρά της μετέπειτα Πλατείας, υφίστατο και ο γκρεμισμένος ναός του Αγίου Νικολάου στα μαγγανάρια. Ο εμπορικός χαρακτήρας του Μοναστηρακίου και η αγορά του σε πρώτη φάση, απευθύνονταν στην φτωχολογιά και τα λαϊκά κατά βάση στρώματα. Και στο γεγονός αυτό απο κοινωνικής απόψεως, συνέτεινε και η μαζική συρροή στην Αθήνα ξεριζωμένων προσφύγων με την έκσπαση της μικρασιατικής τραγωδίας το 1922. Οι τελευταίοι που είχαν φτιάξει παραπήγματα και πρόχειρα προσφυγικά καταλύμματα στην ευρύτερη περιοχή όπως στην Πλατεία Θησείου, ασχολήθηκαν με το μικρό εμπόριο και την πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων, τα οποία αφού συνέλεγαν γυρίζοντας όλη την πόλη, τα μεταπου-λούσαν στους καταστηματάρχες του Μοναστηρακίου. Όμως απο την δεκαετία του ΄60 η καταναλω-τική αντιμετώπιση των παλαιών αντικειμένων απο τον κόσμο άλλαξε ριζικά, αφού πλέον η κοινωνία τα αντιμετώπιζε όχι ώς άχρηστα αντικείμενα, αλλά ως συλλεκτικής αξίας δημιουργίες, που μπορού-σαν με υψηλή αισθητική να επενδύσουν χώρους.

Καφενείο «Το Χάνι του Όθωνα»

Συνιστά ένα εκ των  παλαιοτέρων καφενείων της πόλης και σηματοδοτεί κοινωνικά και αισθητικά μια ολάκερη εποχή. Στην πρόσοψη του φέρει επιγραφή που γράφει «Εν έτει 1826» Η γειτονιά Β.Δ. του της εκκλησίας των Αγίων Ασωμάτων, απεκαλείτο παλιά «εβραϊκά». Ένεκα της εγκατάστασης εκεί κατά τον 19-ο αιώνα και τις αρχές του 20-ου, αρκετών εβραϊκών οικογενειών.

Ταβέρνα αδελφών Σιγάλα

Ευρίσκεται επι της Πλατείας Μοναστηρακίου και ιδρύθηκε το 1879. Όμως με την έλευση του 20-ου αιώνα και για αρκετά χρόνια μετά, κατέστη στέκι διανοουμένων και ανθρώπων της τέχνης της Αθήνας. Η ταβέρνα αλλάζει ιδιοκτησιακό καθεστώς  το 1980 και πέρασε στην ιδιοκτησία του Σπύρου Μπαϊρακτάρη. Και με την νέα διεύθυνσή της, η ταβέρνα γνώρισε μεγάλη ακμή και εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί ένα απο τα κεντρικότερα στέκια των Αθηνών.

Ναός – Πλατεία Αγίων Ασωμάτων

Στον δρόμο της Ερμού υφίσταται μικρή Πλατεία, πάνω στην οποία υπάρχει ομώνυμη με την πλατεία εκκλησία, που λέγεται «Αγίων Ασωμάτων». Η εκκλησία είναι της δεύτερης πεντηκονταετίας του 11-ου μ.Χ. αιώνα. Ως πρός τον αρχιτεκτονικό του ρυθμό ο ναός είναι τετρακιόνιος, σταυροειδής, εγεγγραμμένος με τρούλο αθηναϊκού τύπου. Και ήταν περικαλής και πασίγνωστος για την αισθητική αρτιότητά του. Ο ναός φέρει αισθητικά στοιχεία της αραβικής τεχνοτροπίας, γεγονός που παραπέ-μπει στις κοινωνικές επιρροές μιας μικρής κοινότητας εμπόρων Αράβων, που είχαν εγκατασταθεί στα μέσα του 19-ου αιώνα στην Αθήνα. Με το πέρας της τουρκοκρατίας, η παρουσία του ναού, πέριξ μιας εκ των πυλών του τείχους του Χασεκή, την επονομαζόμενη «γύφτικη πόρτα», του προσέδωσε το όνομα «Ασώματος της γυφτόπορτας». Αφότου έλαβε χώρα η απελευθέρωση απο τον τουρκικό ζυγό, η εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων χρησιμοποιήθηκε ως φαρμακείο. Όμως αρχιτεκτονικές παρεμβά-σεις και προσθήκες που έγιναν στον ναό στα τέλη του 19-ου αιώνα και στις αρχές του 20-ου, αλλο-τρίωσαν στην αισθητική του φυσιογνωμία. Την περίοδο 1955-1960, έγιναν παρεμβάσεις αναστήλωσης του ναού.

Οικία Τράϊμπερ

Ένα ιστορικό κτίριο και ως πρός την αρχιτεκτονική του ταυτότητα και ως πρός τον κοινωνικό του χαρακτήρα ευρίσκονταν στην Πλατεία Αγίων Ασωμάτων, μέχρι της κατεδαφίσεώς του. Ήταν η περιώνυμη οικία Τράϊμπερ. Ανηγέρθη στα χρόνια της Οθωνικής περιόδου το 1837 και αποτέλεσε ένα απο τα σημαντικότερα κτίρια της εποχής. Απο τα πιο επιβλητικά αισθητικά στοιχεία του κτιρίου ήταν το άετωμα που έφερε. Ανήκε στην ιδιοκτησία του γερμανού φιλέλληνα ιατρού Ερρίκου Τράιμπερ (Erik Treiber, 1797-1882). Ο γερμανός ιατρός ελαυνόμενος απο αισθήματα αγάπης για την Ελλάδα, αφίχθη στην Αθήνα το 1822 νεότατος προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον εθνικοα-πελυθερωτικό αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων. Και αποτέλεσε μάλιστα και προσωπικός ιατρός του βασιλέως Όθωνος. Ήταν τόσο μεγάλη όμως η αγάπη του για την Ελλάδα, που παρέμεινε παντοτεινά σ΄αυτήν μέχρι τον θάνατό του. Στο επιβλητικό κτίριο Τράιμπερ, εστεγάζετο απο το 1864  εως και της μεταστέγασής του στα νέα του κτίρια στην οδό Βας. Σοφίας, το Γηροκομείο Αθηνών.

Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το Βιβλίο μου «ΑΘΗΝΑ, ζαφειρόπετρα….», που πραγμα-τεύεται την κοινωνική, πολιτισμική και αυτοδιοικητική ταυτότητα της Αθήνας μας.

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι υποψήφιος Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, στην

Α΄ Αθηνών

www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Bigpost.gr

Ακολουθήστε το Bigpost.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις